Μετά από χρόνια εντυπωσιακής ανάπτυξης, οι οικονομικές προοπτικές της Βραζιλίας μοιάζουν όλο και πιο δυσμενείς. Από τότε που ολοκληρώθηκε το Παγκόσμιο Κύπελλο τον Ιούλιο, η οικονομική δραστηριότητα έχει πέσει κατακόρυφα, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν ενταθεί, και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών έχει καταρρεύσει, οδηγώντας πολλούς οικονομολόγους σε πολύ πιο συγκρατημένες προβλέψεις ανάπτυξης για φέτος.
Πόσο «άρρωστη» είναι λοιπόν η οικονομία της Βραζιλίας, και πώς θα επηρεάσει αυτή η κατάσταση την έκβαση των προεδρικών εκλογών τον Οκτώβριο;
Εκ πρώτης όψεως, η αναιμική ανάπτυξη της Βραζιλίας μοιάζει εφήμερη, και η Πρόεδρος Dilma Rousseff φαίνεται σε καλό δρόμο για να εξασφαλίσει μία δεύτερη θητεία. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 χρόνων, το Εργατικό της Κόμμα (PT) έχει εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα, εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες. Έχει επίσης μειώσει την εισοδηματική ανισότητα, μέσω ενός εκτεταμένου συστήματος κοινωνικών μεταβιβάσεων το οποίο καλύπτει το ένα τρίτο των νοικοκυριών της Βραζιλίας, και έχει μειώσει το επίσημο ποσοστό ανεργίας στο πρωτοφανές χαμηλό ποσοστό του 4,5%.
Αλλά, ακόμη και μία βιαστική ματιά στα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία αποκαλύπτει ότι το μοντέλο ανάπτυξης της Βραζιλίας μπορεί να συναντήσει έναν «τοίχο» πληθωρισμού και στασιμότητας. Στην πραγματικότητα, η Βραζιλία είναι πιθανό να βίωσε μία τεχνική ύφεση κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Και, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης κατά της διάρκεια της προεδρίας Rousseff έχει κατά πάσα πιθανότητα κυμανθεί κατά μέσο όρο σε λιγότερο από το 2% –ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης για οποιονδήποτε πρόεδρο της Βραζιλίας από τη δεκαετία του 1980, όταν και η χώρα ξεκίνησε τη μετάβασή της από την παράνοια του υπερπληθωρισμού και τις συνεχόμενες πτωχεύσεις προς τη σταθερή και ολοένα και πιο ευημερούσα οικονομία μεσαίου εισοδήματος.
Επιπλέον, αν η κυβέρνηση δεν είχε μειώσει τους φόρους και είχε καθυστερήσει τις απαιτούμενες αυξήσεις στις τιμές της βενζίνης και της ηλεκτρικής ενέργειας, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός θα ήταν στο 7,5% –ένα επίπεδο που δεν έχει επιτευχθεί εδώ και δεκαετίες. Στον τομέα των υπηρεσιών, όπου η κυβέρνηση δεν έχει λάβει κανένα μέτρο για την καταστολή του πληθωρισμού, ο δείκτης ξεπερνά το 9%.
Αν σκάψουμε ακόμα πιο βαθιά, θα διαπιστώσουμε ότι τα θεμέλια της οικονομίας μαστίζονται από αδυναμίες και ανισορροπίες. Αν και η συνολική οικονομική δραστηριότητα είναι αδύναμη, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει φτάσει σε υψηλό 12 ετών, στο 3,5% του ΑΕΠ. Η βιομηχανική παραγωγή παρουσιάζει μείωση 7% σε σχέση με το υψηλότερο προ-κρίσης επίπεδό της το 2008. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση των βιομηχανικών αγαθών ως ποσοστό των συνολικών εξαγωγών, από 54% προ δεκαετίας σε 37% σήμερα, επιδεικνύει μία σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Ακόμη και τα προφανή προτερήματα της οικονομίας της χώρας –ο ακμάζων τομέας των υπηρεσιών και η χαμηλή ανεργία– βασίζονται σε μη βιώσιμες πιστωτικές πολιτικές. Φυσικά, η ταχεία πιστωτική επέκταση είναι μια φυσική συνέπεια της μείωσης των πραγματικών επιτοκίων. Αλλά, στη Βραζιλία, ο δανεισμός από τις κρατικές τράπεζες έχει ξεπεράσει τον δανεισμό από τις ιδιωτικές τράπεζες, σε σημαντικό βαθμό από το 2008, που σημαίνει ότι ο δανεισμός σε βαθιά επιδοτούμενες τιμές έχει οδηγήσει σε μεγάλο βαθμό σε αύξηση των τραπεζικών πιστώσεων, στο 58% του ΑΕΠ (περίπου διπλάσιο ποσοστό από πριν οκτώ χρόνια).
Στο πλαίσιο αυτό, η Βραζιλία προετοιμάζεται για τις πιο σημαντικές προεδρικές εκλογές από την εποχή της μετάβασης από την δικτατορία στη δημοκρατία το 1985 –και οι δημοσκοπήσεις δεν είναι θετικές για την Ρούσεφ. Παρά την αύξηση των εισοδημάτων και τη μείωση της ανισότητας, το 70% των Βραζιλιάνων έχουν εκφράσει την επιθυμία για αλλαγή. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, εν όψει των διαδηλώσεων που ξέσπασαν το περασμένο έτος εξαιτίας της κακής ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών και της ανόδου των τιμών. Αλλά, είναι η κυβέρνηση Ρούσεφ εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για όλα αυτά;
Η σύντομη απάντηση είναι όχι. Ενώ η κυβέρνηση Ρούσεφ είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την πρόσφατη περίοδο της κυκλικής αδυναμίας και των κοινωνικών αναταραχών, τα προβλήματα της Βραζιλίας έχουν τις ρίζες τους σε μία ευρύτερη απροθυμία της χώρας να αποτινάξει τον ζυγό των πολιτικών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια πάνω από δύο δεκαετιών στρατιωτικής διακυβέρνησης.
Το «Plano Real» του 1994, ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής σταθεροποίησης, σε συνδυασμό με τις επακόλουθες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, επέτρεψε στην Βραζιλία να εξαφανίσει τον πληθωρισμό και να «καβαλήσει» ένα κύμα φθηνής παγκόσμιας ρευστότητας και απότομης κινεζικής ζήτησης για εμπορεύματα. Καθώς η κυβέρνηση προσπάθησε να κατευθύνει αυτά τα κέρδη προς την αναδιανομή του πλούτου, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας-παροχών –το οποίο συνοδεύτηκε από τα λεγόμενα «κεκτημένα δικαιώματα»– έγινε ολοένα και πιο άκαμπτο.
Η Βραζιλία χρειάζεται ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, βασισμένο σε τέσσερα βασικά στοιχεία: αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική, χαλαρότερη νομισματική πολιτική, μειωμένος ρόλος των κρατικών τραπεζών στην παροχή πιστώσεων, και μέτρα για μείωση του αστρονομικού κόστους ιδιωτικού δανεισμού της Βραζιλίας. Η επόμενη κυβέρνηση, είτε είναι αριστερή είτε δεξιά, θα έρθει επίσης αντιμέτωπη με το διόλου αξιοζήλευτο έργο της μεταρρύθμισης του συστήματος των κεκτημένων δικαιωμάτων ώστε να κάνει τις κοινωνικές παροχές περισσότερο ευέλικτες και προσιτές. Η προσέγγισή της θα καθορίσει το αν η Βραζιλία θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Βενεζουέλας, η οποία είναι επί του παρόντος βυθισμένη σε στασιμοπληθωρισμό, ή της Χιλής, η οποία θεωρείται ευρέως ως η πιο καλοδιαχειρισμένη οικονομία της Λατινικής Αμερικής.
Λαμβάνοντας υπόψη τις προστασίες που παρέχονται με τα κεκτημένα δικαιώματα, η διαδικασία του «ξεριζώματος» των οικονομικών στρεβλώσεων και η αποκατάσταση των οικονομικών της Βραζιλίας σε μία σταθερή ισορροπία, θα απαιτήσει μία μακρά διαδικασία συνταγματικής μεταρρύθμισης. Και, παρά το γεγονός ότι η μετάβαση θα είναι αναμφίβολα επώδυνη, είναι απαραίτητη για την μελλοντική οικονομική ανάπτυξη και ανάκαμψη της Βραζιλίας.
Το αν ή όχι η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να κάνει ό,τι χρειάζεται, θα εξαρτηθεί από την ικανότητά της να ενοποιήσει το εκλογικό σώμα και την ποικιλόμορφη ομάδα των πολιτικών κομμάτων, τα οποία στοχεύουν το καθένα σε περιφερειακό επίπεδο. Αλλά πρώτα πρέπει να απορρίψει την δελεαστικά εύκολη –αλλά εν τέλει επιζήμια– διαδρομή της αύξησης των φόρων και της εντατικοποίησης των πολιτικών αναδιανομής. Το μονοπάτι αυτό οδηγεί στη Βενεζουέλα –και σε μία πολύ λιγότερο σταθερή και ευημερούσα Λατινική Αμερική.