Οι ίδιοι ξένοι διαχειριστές που, μόλις πρόσφατα, έδωσαν «ψήφο εμπιστοσύνης» στις ελληνικές τράπεζες, διαθέτοντας αρκετά δισεκατομμύρια στις αυξήσεις κεφαλαίου, το τελευταίο διάστημα εμφανίζονται να ρευστοποιούν συστηματικά τραπεζικά χαρτιά στο ΧΑ, όσο τους το επιτρέπουν οι χαμηλοί, κατά κανόνα, τζίροι των συνεδριάσεων του καλοκαιριού. Τι βλέπουν οι ξένοι διαχειριστές και αποφάσισαν να πουλήσουν τις ίδιες μετοχές που, μέχρι χθες, αντιμετώπιζαν ως πολλά υποσχόμενες;
Τα χρηματιστηριακά στατιστικά του τραπεζικού κλάδου δείχνουν ότι έχει εισέλθει σε περίοδο… ταλαιπωρίας, παρότι οι περισσότεροι προεξοφλούσαν ότι, μετά και το δεύτερο γύρο της ανακεφαλαιοποίησης, θα άρχιζε μια πορεία ανόδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τραπεζικός δείκτης FTSE διαπραγματεύεται στα επίπεδα των 115 μονάδων, σε απόσταση σχεδόν 30% από την υψηλότερη τιμή του, το τελευταίο εξάμηνο (161,5 μονάδες). Και η επικρατέστερη πρόβλεψη είναι ότι η πτωτική πορεία των τραπεζικών μετοχών θα συνεχισθεί στο άμεσο μέλλον.
Πίσω από τη δυσμενή χρηματιστηριακή εικόνα των τραπεζικών κρύβεται μια διαφαινόμενη σημαντική διάψευση προσδοκιών, που έχει προκαλέσει έκπληξη ακόμη και σε έμπειρους ξένους διαχειριστές κεφαλαίων:
– Όταν οι τράπεζες κάλυπταν με γρήγορες κινήσεις από τη διεθνή αγορά τις κεφαλαιακές ανάγκες που είχε υπολογίσει η Τράπεζα της Ελλάδος, η αγορά προεξοφλούσε ότι αυτός ο δεύτερος γύρος ανακεφαλαιοποίησης θα ήταν και ο τελευταίος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την κάλυψη του «λογαριασμού» της παρούσας κρίσης. Τα τεστ της ΤτΕ είχαν εκληφθεί ως επαρκώς αυστηρά, γι’ αυτό και οι επενδυτές περίμεναν ότι τα επόμενα τεστ, από τις ευρωπαϊκές αρχές αυτή τη φορά, δεν θα έκρυβαν δυσάρεστες εκπλήξεις. Και αυτό παρότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε ανοικτά αμφισβητήσει τα αποτελέσματα της ΤτΕ, εκτιμώντας ότι οι ανάγκες των τραπεζών ήταν τουλάχιστον 6 δισ. ευρώ μεγαλύτερες από το δυσμενές σενάριο της ΤτΕ.
– Δυστυχώς για τους ξένους επενδυτές, που μπήκαν στις φετινές αυξήσεις κεφαλαίου, έχοντας διαβεβαιώσεις ότι ο ορίζοντας στο μέλλον θα ήταν καθαρός, όλα δείχνουν ότι τα τεστ αντοχής και ποιότητας ενεργητικού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα είναι ανώδυνα. Αντίθετα, θα υποχρεώσουν τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σε νέες, μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου, το συνολικό ύψος των οποίων μπορεί και να ξεπεράσει τα 6 δισ. ευρώ.
Για να υλοποιηθούν τέτοιες αυξήσεις κεφαλαίου με συμμετοχή ιδιωτών, κυρίως δηλαδή ξένων επενδυτών, εκτιμάται ότι οι τράπεζες θα χρειασθεί να προσφέρουν σημαντικές εκπτώσεις στις τιμές διάθεσης των νέων μετοχών, συγκριτικά με τα επίπεδα των τιμών διάθεσης στις αμέσως προηγούμενες αυξήσεις κεφαλαίου. Αυτή η έκπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του 20%, ίσως μάλιστα να ξεπεράσει και το 30%. Ακόμη και η Eurobank, που πρόσφερε τις μετοχές της, κατά την προηγούμενη αύξηση, στην πολύ χαμηλή τιμή των 0,31 ευρώ θα χρειασθεί να προσφέρει έκπτωση για την επόμενη αύξηση κεφαλαίου, προχωρώντας σε reverse split πριν την έκδοση μετοχών, ώστε να αυξηθεί η τιμή και να δημιουργηθούν τα περιθώρια για έκπτωση.
Σύμφωνα με χρηματιστηριακούς αναλυτές, οι ξένοι που πωλούν σήμερα, σε επίπεδα τιμών πολύ υψηλότερα από τα εκτιμώμενα επίπεδα των προσεχών αυξήσεων κεφαλαίου, το κάνουν, στην πλειονότητά τους, όχι επειδή αποφάσισαν να… πάρουν τη ζημιά τους και να φύγουν, αλλά επειδή προτίθενται να συμμετάσχουν στις επόμενες αυξήσεις. Για να αντλήσουν κεφάλαια, που θα τοποθετηθούν στις αυξήσεις, προχωρούν τώρα σε ρευστοποιήσεις, κάτι που αποτελεί συνήθη χρηματιστηριακή πρακτική των επενδυτών, όταν επίκειται μια μεγάλη αύξηση κεφαλαίου με «χτυπημένη» τιμή διάθεσης νέων μετοχών.
Όσοι μπουν στις επόμενες αυξήσεις των τραπεζών θα έχουν βάσιμη προσδοκία ότι, ύστερα από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποίησης, με συνολικό ποσό της τάξεως των 40 δισ. ευρώ, οι τέσσερις κορυφαίες τράπεζες θα έχουν όση κεφαλαιακή ισχύ απαιτείται για να αντιμετωπίσουν τη… λαίλαπα των «κόκκινων» δανείων. Επειδή, πάντως, τα προβληματικά δάνεια, αν αθροιστούν και όσα έχουν ρυθμισθεί, ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ, τέτοια στοιχήματα έχουν πάντα έναν υπολογίσιμο βαθμό αβεβαιότητας…