Των Mervyn King και Dan Katz
Κεντρικοί τραπεζίτες και δημοσιογράφοι θα συγκεντρωθούν για το – διαδικτυακό – συνέδριο στο Jackson Hole αργότερα εντός της εβδομάδας. Η ατζέντα τους θα είναι ευρεία. Το μέλλον της ποσοτικής χαλάρωσης, της υγείας της αγοράς εργασίας και άλλων κρίσιμων νομισματικών και κανονιστικών ζητημάτων θα βρεθούν στο επίκεντρο.
Μπορούμε ωστοσο, επίσης, να αναμένουμε και τοποθετήσεις σχετικά με ζητήματα που κάποτε θεωρούνταν πεδίο των εκλεγμένων πολιτικών, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής, της φυλετικής δικαιοσύνης και της ανισότητας.
Απόκλιση
Η εμφάνιση τέτοιου είδους σχολίων κεντρικών τραπεζιτών για πολιτικά ζητήματα είναι μια σημαντική απόκλιση από την πρακτική μόλις μια γενιά πίσω. Οι κεντρικοί τραπεζίτες οι οποίοι έζησαν τη δεκαετία του 1970 θυμούνταν την εμπειρία του υψηλού και ασταθούς πληθωρισμού. Θεωρούσαν την ανεξαρτησία απαραίτητη για την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να διατηρούν την οικονομική σταθερότητα. Αυτή δε η αυτονομία βάδιζε χέρι-χέρι με σαφείς στόχους και εντολές, όπως οι στόχοι για τον πληθωρισμό.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τα επακόλουθά της διεύρυναν σημαντικά τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών. Οι αγορές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης κλίμακας – “ποσοτική χαλάρωση” ή “QE” – πήγαν αρκετά πέρα από τη δημιουργία νέου χρήματος και επεκτάθηκαν στην κατανομή πιστώσεων μέσω αγοράς μη ομοσπονδιακών δημόσιων τίτλων και ιδιωτικών υποχρεώσεων, όπως τα εταιρικά ομόλογα.
Η δε κλίμακα δημιουργίας χρήματος δημιούργησε αναπόφευκτα ένα πολιτικό ενδιαφέρον για τη συνέχιση αυτής της πρακτικής. Το απόθεμα των περιουσιακών στοιχείων που αγοράστηκαν μέσω QE ανέρχεται τώρα στο 30% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) στις ΗΠΑ και στο 40% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η εισαγωγή της πρακτικής των κατευθυντήριων γραμμών για τη μελλοντική πολιτική (guidance) ενίσχυσε την άποψη ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να προβλέπουν τη μελλοντική πορεία της οικονομίας αντί να αντιδρούν στα μακροοικονομικά δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν.
Εισαγωγή σε νέα πεδία
Εν μέσω ευρείας απογοήτευσης από την αδυναμία των αιρετών πολιτικών να αντιμετωπίσουν τα κρίσιμα διακυβεύματα της εποχής, φωνές με επιρροή – συμπεριλαμβανομένων πολιτικών, οικονομικών εγκεφάλων, αλλά και της κοινής γνώμης – καλούσαν ολοένα και περισσότερο τις κεντρικές τράπεζες να παρέμβουν. Οι τελευταίες έγιναν έτσι “οι μόνοι σερίφηδες στην πόλη”.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες ανταποκρίθηκαν πρόθυμα, κινούμενοι στον πολιτικό στίβο. Αυτό ξεκίνησε κυρίως με αφορμή την κλιματική αλλαγή και τη δημιουργία του Δικτύου για την Πράσινη Στροφή του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (NGFS). Δεν σταμάτησε ωστόσο εκεί. Οι αξιωματούχοι των κεντρικών τραπεζών ασχολούνται τώρα με ένα ευρύ φάσμα θεμάτων πολιτικής, από τη φυλετική δικαιοσύνη έως την ανισότητα και από την εκπαίδευση έως τη δημόσια υγεία.
Αυτές είναι σοβαρές προκλήσεις για τις κοινωνίες μας. Η σοβαρότητα ενός ζητήματος δεν είναι ωστόσο το μόνο, ούτε καν το πιο σημαντικό κριτήριο για την εμπλοκή σε αυτό μιας κεντρικής τράπεζας. Ορισμένα από τα προβλήματα της κοινωνίας απαιτούν μια απάντηση στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής. Τα περισσότερα όχι.
Είναι αλήθεια ότι πολλά από τα νέα θέματα τα οποία προσελκύουν την προσοχή των κεντρικών τραπεζών έχουν οικονομικές επιπτώσεις. Είναι σαφές ότι η ρύπανση και οι επιπτώσεις της, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής και της μείωσης της βιοποικιλότητας, θα επηρεάσουν την οικονομία. Όμως, οι προσπάθειες να “στριμωχτούν” και αυτά τα ζητήματα στο πεδίο ευθύνης της νομισματικής πολιτικής είναι μια απαίτηση αδικαιολόγητα μεγάλη για τις κεντρικές τράπεζες.
Σε έναν κόσμο ριζικής αβεβαιότητας, οι οικονομολόγοι τους αγωνίζονται να χειριστούν ακόμη και τις παραδοσιακές ευθύνες τους σχετικά με την οικονομική πρόβλεψη. Οι πρόσφατες εκτινάξεις του πληθωρισμού, μετά από μια δεκαετία επίμονα χαμηλών τιμών, υποδεικνύουν την ανάγκη μεγαλύτερης ταπεινοφροσύνης.
Έλλειψη εργαλείων
Η αυξανόμενη εστίαση των κεντρικών τραπεζών στην κλιματική αλλαγή είναι ιδιαίτερα περίεργη. Όπως έδειξε η πανδημία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετωπίζει μια σειρά από κινδύνους οι οποίοι κυμαίνονται από τις κυβερνοεπιθέσεις έως την πολιτική αστάθεια σε όλο τον κόσμο. Όμως, οι κεντρικές τράπεζες διαθέτουν μικρή εμπειρία σε οποιονδήποτε από αυτούς τους τομείς.
Μια πρόσφατη μελέτη από την κεντρική τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England) σημείωνε, για παράδειγμα, την έλλειψη οποιουδήποτε αντικειμενικού μετρήσιμου στοιχείου βάσει του οποίου να μπορεί να “ρυθμίσει” την αγορά εκ μέρους της εταιρικών ομολόγων προκειμένου να επηρεάσει θετικά τις προσπάθειες των εταιρειών να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα.
Οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο – από οποιαδήποτε πηγή – με ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο για τα κεφάλαια και τη ρευστότητα και με επιμονή στη λειτουργική ανθεκτικότητα. Το πιο αποτελεσματικό εργαλείο, δε, των κεντρικών τραπεζών για την προστασία των ατόμων με χαμηλό εισόδημα και λίγα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία είναι ήδη ενσωματωμένο στην υπάρχουσα νομισματική πρακτική: συγκεκριμένα, είναι η διασφάλιση χαμηλού και σταθερού πληθωρισμού έτσι ώστε να μην διαβρώνεται το βιοτικό επίπεδο.
Το πιο σημαντικό, οι νέες και ευρύτερες φιλοδοξίες των κεντρικών τραπεζών έχουν βαθιές επιπτώσεις στην ανεξαρτησία τους. Ας αναλογιστεί μόνον κανείς τις πρόσφατες εκκλήσεις στις ΗΠΑ για συγκεκριμένη στόχευση ποσοστού ανεργίας σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού και ανά περιοχή. Οι πολιτείες που αίρουν τους περιορισμούς οι οποίοι σχετίζονται με την πανδημία και τερματίζουν τα πρόσθετα επιδόματα ανεργίας έχουν γενικά χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας από εκείνες που τα διατηρούν.
Πρέπει η Federal Reserve να στοχεύσει το ποσοστό ανεργίας της Νεμπράσκα, που κινείται στο 2,3% ή το 7,6% της πολιτείας της Νέας Υόρκης; Ακόμη και απλή εμφάνιση συμμετοχής σε έντονες συζητήσεις για μέτρα δημόσιας υγείας ή κρατικές ενισχύσεις για τους ανέργους καθιστά δυσκολότερη τη διατήρηση της ανεξαρτησίας η οποία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Ήδη οι κεντρικές τράπεζες φαίνονται συντονισμένες με τις προτιμήσεις των εκλεγμένων ηγετών, ακόμη και ελλείψει πραγματικών θεσμισμένων αλλαγών στις αρμοδιότητές τους. Ήταν άραγε σύμπτωση το γεγονός ότι, μέσα σε λίγες εβδομάδες από την εκλογή του προέδρου Μπάιντεν, η Fed προσχώρησε στο NGFS;
Όταν δίνεις, πάντα θα σου ζητούν περισσότερα
Τέτοιες παραχωρήσεις είναι απίθανο να ικανοποιήσουν τους πολιτικούς παράγοντες με ξεκάθαρες και μαχητικές ατζέντες. Μόλις οι πολιτικοί πειστούν ότι οι κεντρικές τράπεζες υποχωρούν σε πιέσεις, θα πιέσουν ακόμη περισσότερο. Οι παραχωρήσεις θα δώσουν ώθηση σε απαιτήσεις για περισσότερα και οι κεντρικές τράπεζες θα πιεστούν να προχωρήσουν πέρα από τη διαχείριση της προσφοράς χρήματος και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η διαφοροποίηση των ευρύτερων αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών, όπως με την πρόσφατη αναθεώρηση της εντολής της BoE και τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να διαδραματίσει ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μπορεί να γίνει συχνότερο φαινόμενο. Καθώς, δε, η πολιτική κατάσταση βαραίνει περισσότερο στους υπολογισμούς τους, οι κεντρικές τράπεζες θα δυσκολεύονται να κάνουν εκείνο που έχουν τις μοναδικές ικανότητες να κάνουν – δηλαδή να παρέχουν νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Οι οικονομίες και οι κοινωνίες είναι πιθανότερο να ευημερήσουν όταν οι κεντρικές τράπεζες είναι ελεύθερες να ενεργούν ανεξάρτητα, με γνώμονα τη στέρεη οικονομική τους κρίση και όχι τη βραχυπρόθεσμη πολιτική σκοπιμότητα.