Του Nathaniel Parish Flannery
Στις 28 Οκτωβρίου 2019, οι Αργεντίνοι εξέλεξαν τον Alberto Fernandez, πολιτικό σύμμαχο της αμφιλεγόμενης πρώην προέδρου της Αργεντινής Cristina Fernandez de Kirchner, για να αναλάβει τα ηνία της χώρας σε αντικατάσταση του κεντρώου και φιλικού προς τις επιχειρήσεις Mauricio Macri. Οι εκλογές σηματοδοτούν την επιστροφή της Αριστεράς στην εξουσία της Αργεντινής αλλά και μια αβέβαιη πορεία προς τα εμπρός, καθώς η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σειρά μακροπρόθεσμων προκλήσεων.
Ο Fernandez θα αναλάβει την προεδρία της Αργεντινής στις 10 Δεκεμβρίου. Ωστόσο, οι ξένοι επενδυτές περιμένουν ακόμη να μάθουν τις λεπτομέρειες του σχεδίου του για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την αντιμετώπιση του χρέους της, ύψους 330 δισ. δολαρίων. Ο Fernandez θα πρέπει να επιδιώξει την προσέλκυση νέων επενδύσεων ενώ παράλληλα θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους αλλά και τον πληθωρισμό, τη φτώχεια και τη διαφθορά.
Η Αργεντινή εξάλλου έχει ακόμη τη δυνατότητα να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στο ηλεκτρονικό εμπόριο αλλά και σε παραδοσιακούς τομείς όπως η ενέργεια και η γεωργία.
Για να σχηματίσω μια ιδέα ως προς την επόμενη μέρα στην Αργεντινή, απευθύνθηκα στον Jeffrey Lamoureux, επικεφαλής αναλυτή κινδύνου για την περιοχή της Αμερικής, της Fitch Solutions.
Nathaniel Parish Flannery: Ποια η σημασία των πρόσφατων εκλογών; Γιατί οι ψηφοφόροι απέρριψαν τον Macri;
Lamoureux: Ο Macri έχασε τις εκλογές, κυρίως, λόγω της οικονομίας. Εξελέγη διότι ήταν ένας υποψήφιος φιλικός προς την αγορά. Ωστόσο, λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων που δεν μπορούσε να ελέγξει, όπως η ξηρασία, η αυξανόμενη αποστροφή κινδύνου, αλλά και πολιτικών λαθών, όπως η μείωση των στόχων για τον πληθωρισμό και η “κακή” επικοινωνιακή πολιτική ιδίως όσον αφορά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχασε την εμπιστοσύνη της αγοράς. Στην Αργεντινή εξάλλου η οικονομία και ο πολιτικός λόγος αλληλοσυνδέονται, και καθώς ο φόβος των επερχόμενων εκλογών αύξησε τις πιέσεις από την αγορά, ο Macri δυσκολεύτηκε να επικοινωνήσει την πολιτική του και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς. Το πρώτο μισό του 2019, η οικονομία είχε υποχωρήσει κατά 3,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015.
Η επίπτωση στους καταναλωτές ήταν σοβαρή. Τον Ιούλιο, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το χρίσμα των υποψηφίων για την προεδρία, ο πληθωρισμός ανήλθε στο 54,4% σε ετήσια βάση, ενώ οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν μόνο κατά 34,7%, καταδεικνύοντας ότι η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών μειώθηκε κατά περίπου 20%. Οι αυξήσεις των λογαριασμών κοινής ωφέλειας επιδείνωσε την κατάσταση, καθώς για πολλούς ανθρώπους η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας δεν θεωρείται απλώς δικαίωμα, αλλά ένας από τους ελάχιστους άμεσους τρόπους με τους οποίους η κυβέρνηση τους στηρίζει. Η δημοφιλία του Macri καταβαραθρώθηκε το 2018, και παρότι οι δημοσκοπήσεις ενόψει των εκλογών ήταν σπάνιες, ο δείκτης εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, του Πανεπιστημίου Torcuato di Tella’s έδειξε ότι η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση Macri υποχώρησε κοντά στα χαμηλά του 2014, της δεύτερης διακυβέρνησης της Kirchner.
Ωστόσο, σε ευρύτερο επίπεδο, οι πρόσφατες εκλογές σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή. Ο Macri είναι ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος, μη περονιστής πρόεδρος που υπηρέτησε μια πλήρη θητεία. Το γεγονός δε ότι φεύγει από τη θέση του εν μέσω οικονομικής κρίσης μέσα από μια ειρηνική εκλογική διαδικασία και όχι με ελικόπτερο από την οροφή του Casa Rosada, πιστοποιεί την επαναφορά -έστω σε ένα βαθμό- της δημοκρατίας στην Αργεντινή. Αποδέχθηκε την ήττα του και όπως όλα δείχνουν η μεταβατική διαδικασία πραγματοποιείται συντεταγμένα. Επιπλέον θα κληθεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο ως αντιπολίτευση, και μάλιστα με καλύτερη οργάνωση και μεγαλύτερη ισχύ σε σύγκριση με τους προκατόχους του περονιστές. Υπό αυτό το πρίσμα, οι πρόσφατες εκλογές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ορόσημο για τη δημοκρατία στην Αργεντινή, σηματοδοτώντας τη στροφή προς ένα πιο ανταγωνιστικό πολιτικό δίπολο.
Parish Flannery: Τι γνωρίζουμε μέχρι στιγμής για την πολιτική του Fernandez;
Lamoureux: Έως ότου ο Fernandez συστήσει το υπουργικό του συμβούλιο και ένα πιο επίσημο οικονομικό σχέδιο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια τι πολιτική θα προσπαθήσει να εφαρμόσει. Σε γενικές γραμμές, γνωρίζουμε ότι ο Fernandez θα επιδιώξει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομία. Έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι ο η ανάκαμψη θα έρθει μέσω της αύξησης της κατανάλωσης, και βασικός άξονας της πολιτικής του φαίνεται να είναι η σύναψη ενός “Κοινωνικού Συμφώνου” μεταξύ των εργατικών συνδικάτων και της βιομηχανίας για αύξηση των μισθών και επιβράδυνση της ανόδου των τιμών.
Έχει επισημάνει επίσης την ανάγκη αύξησης των εξαγωγών, γεγονός που υποδηλώνει ότι θα προσπαθήσει να στηρίξει τον αγροτικό τομέα, την εξορυκτική βιομηχανία και τον ενεργειακό κλάδο. Οι εξαγωγές της Αργεντινής παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα -ανήλθαν σε 61,6 δισ. δολάρια το 2018, ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 14,4% του ΑΕΠ- και εξαρτώνται από τον αγροτικό τομέα – το 51,2% των εξαγωγών αγαθών το 2018 ήταν αγροτικά προϊόντα. Ωστόσο, κανένας από τους εν λόγω τομείς δεν αναμένεται να αποφέρει σημαντική βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη δεδομένων των πόρων, των υποδομών και των ρυθμιστικών περιορισμών. Αυτό δικαιολογεί την ανησυχία των επενδυτών για τη βιωσιμότητα του εξωτερικού χρέους της κυβέρνησης, το οποίο εκτιμούμε ότι θα ανέλθει στο ύψος των 324,4 δισ. δολαρίων στο τέλος του 2019, ή στο 102,2% του ΑΕΠ.
Σε ό,τι αφορά το χρέος, ο Fernandez θα επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευσή του, αλλά οι όροι που είναι διατεθειμένος να προσφέρει δεν είναι καθόλου σαφείς. Η αρχική του αξίωση να πραγματοποιήσει μια αναδιάρθρωση ανάλογη αυτής στην οποία προέβη η Ουρουγουάη το 2003 δεν ήταν πειστική, εξάλλου αναμένεται ευρέως ότι θα πρέπει να εξασφαλίσει σημαντική ελάφρυνση του χρέους.
Οι συνομιλίες με τους συμβούλους του καταδεικνύουν επίσης ότι η κυβέρνησή του θα χρησιμοποιήσει την Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής ως πρωταρχικό εργαλείο για τη χάραξη πολιτικής, για τη διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, τον έλεγχο των ροών κεφαλαίων και ενδεχομένως τη χρηματοδότηση κυβερνητικών δαπανών.
Parish Flannery: Ποια είναι τα σημαντικότερα εμπόδια που πρέπει να υπερκεράσει η Αργεντινή;
Lamoureux: Ο Fernandez αντιμετωπίζει ακριβώς τα ίδια εμπόδια που αντιμετώπισε και ο Macri: πώς να επιτύχει την ανάπτυξη της οικονομίας, πώς να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, πώς να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών μεγεθών, πώς να διευρύνει τις εξαγωγές. Όλα αυτά απορρέουν από τη θεμελιώδη έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητα της κυβέρνησης να ενισχύσει την οικονομία και, κατ’ επέκταση, την υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, έλλειψη εμπιστοσύνης που είναι ορατή στην αντίδραση των πολιτών στις εκλογές.
Μεταξύ της 12ης Αυγούστου και της 25ης Οκτωβρίου, δηλαδή κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για το χρίσμα και του πρώτου γύρου των εκλογών, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας προχώρησε στην πώληση σχεδόν 7,5 δισ. δολαρίων για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση για δολάρια και να επιβραδύνει την πτώση του πέσο. Ταυτόχρονα, μεταξύ 12ης Αυγούστου και 12ης Νοεμβρίου, οι καταθέσεις σε δολάρια ΗΠΑ στο τραπεζικό σύστημα της χώρας μειώθηκαν κατά 14,3 δισ. δολάρια, καθώς οι καταθέτες, ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο κρίσης, έσπευσαν να σηκώσουν τις αποταμιεύσεις τους.
Όπως καταδεικνύει η εμπειρία του Macri, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθούν ταυτόχρονα όλοι οι παραπάνω οι στόχοι, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες της εξασθένησης του παγκόσμιου εμπορίου. Ο Fernandez μάλιστα θα δυσκολευτεί να θέσει προτεραιότητες και να εφαρμόσει την πολιτική του, διότι κάθε επιλογή που θα κάνει θα έχει ωφελημένους και χαμένους ακόμα και μέσα στον δικό του κυβερνητικό συνασπισμό. Για παράδειγμα, το “Κοινωνικό Σύμφωνο” που επιδιώκει, θα δοκιμάσει την ικανότητά του να διαχειριστεί τις απαιτήσεις των συνδικάτων και των επιχειρηματικών λόμπι, χωρίς να πει τίποτε για τις εσωτερικές εντάσεις μεταξύ των μεγαλύτερων συνδικάτων της χώρας. Εξάλλου, οι διαφορές αυτές θα διευρύνουν τις εντάσεις μεταξύ των κιρχνεριστών, συνιστώσα του περονιστικού κόμματος, και των πιο ρεαλιστικών κύκλων του κόμματος.
Σε γενικές γραμμές, η αύξηση των δαπανών θα ενισχύσει τον πληθωρισμό και τις πιέσεις στο πέσο, οι έλεγχοι στη διακίνηση κεφαλαίων θα αποθαρρύνουν τις επενδύσεις και θα υπονομεύσουν περαιτέρω την προθυμία των εγχώριων καταθετών να διατηρήσουν τις καταθέσεις τους σε πέσο, μια παρατεταμένη επαναδιαπραγμάτευση του χρέους θα είναι ιδιαίτερα επώδυνη για τις υπερχρεωμένες περιφέρειες της χώρας ή αυτές που έχουν μεγάλο χρέος σε δολάρια ΗΠΑ. Η Σάντα Φε, της οποίας το χρέος κατά 97% είναι σε δολάρια, η Κόρδοβα, με το 95% του χρέους της σε δολάρια, και η Τσούμπουτ είναι ορισμένες εξ αυτών.