Όσον αφορά την Γερμανία, το δράμα της κρίσης του ευρώ έχει τελειώσει. Το θέμα μόλις που συζητήθηκε στην πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία της χώρας.
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έκανε ό,τι ήταν αναγκαίο για να εξασφαλίσει την επιβίωση του ευρώ, και το κατάφερε με το λιγότερο δυνατό κόστος για τη Γερμανία –ένας άθλος που κέρδισε την υποστήριξη των φιλοευρωπαϊκών Γερμανών, αλλά και εκείνων που την εμπιστεύονται για να προστατεύσει τα γερμανικά συμφέροντα. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κέρδισε ξανά τις εκλογές πανηγυρικά.
Ωστόσο, πρόκειται για μία πύρρειο νίκη. Το status quo της ευρωζώνης δεν είναι ούτε αποδεκτό, ούτε σταθερό. Οι «mainstream» οικονομολόγοι θα αποκαλούσαν τη νίκη της μία κατώτερη ισορροπία. Εγώ την αποκαλώ εφιάλτη –έναν εφιάλτη ο οποίος προξενεί τεράστιο πόνο και δυστυχία που θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν διαλύονταν οι παρανοήσεις και τα ταμπού που τον διατηρούν ζωντανό. Το πρόβλημα είναι ότι οι χρεωμένες χώρες είναι αυτές που αισθάνονται όλον τον πόνο, ενώ οι πιστώτριες χώρες επιβάλλουν τις παρανοήσεις και τα ταμπού.
Ένα παράδειγμα είναι τα ευρωομόλογα, τα οποία η Μέρκελ έχει ανακηρύξει ταμπού. Ωστόσο, αποτελούν σίγουρα την προφανή λύση στην κύρια αιτία της κρίσης του ευρώ: την ένωση των κρατικών ομολόγων των χωρών που είναι εκτεθειμένες στο ευρώ για την αντιμετώπιση του κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι ανεπτυγμένες χώρες δεν αθετούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, διότι μπορούν πάντα να τυπώσουν χρήματα. Όμως, παραχωρώντας την εν λόγω εξουσία σε μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, τα μέλη της ευρωζώνης βάζουν τον εαυτό τους στη θέση μίας αναπτυσσόμενης χώρας που έχει δανειστεί σε ξένο νόμισμα. Ούτε οι αρχές, ούτε οι αγορές το αναγνώρισαν αυτό πριν από την κρίση, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σφαλερότητα και των δύο.
Όταν εισήχθη το ευρώ, οι αρχές όντως δήλωσαν ότι τα κρατικά ομόλογα των κρατών-μελών ήταν ακίνδυνα. Οι εμπορικές τράπεζες μπορούσαν να τα κρατούν χωρίς να βάζουν στην άκρη αποθεματικά κεφάλαια, και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τα αποδέχθηκε επί ίσοις όροις. Όλο αυτό, δημιούργησε ένα διεστραμμένο κίνητρο για τις εμπορικές τράπεζες να αγοράζουν το χρέος των ασθενέστερων κυβερνήσεων προκειμένου να κερδίσουν αυτό που τελικά ήταν μόνο λίγες μονάδες βάσης, καθώς οι διαφοροποιήσεις των επιτοκίων συνέκλιναν σχεδόν στο μηδέν.
Αλλά, η σύγκλιση των επιτοκίων προκάλεσε οικονομικές αποκλίσεις. Οι πιο αδύναμες χώρες απόλαυσαν άνθηση στην αγορά ακινήτων, την κατανάλωση και τις επενδύσεις, ενώ η Γερμανία, καταβεβλημένη από το φορολογικό βάρος της επανένωσης, αναγκάστηκε να υιοθετήσει μέτρα λιτότητας και να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή ήταν και η πηγή της κρίσης του ευρώ, αλλά δεν αναγνωρίστηκε εκείνη την περίοδο –ακόμη και σήμερα δεν έχει γίνει απολύτως κατανοητή.
Η μετατροπή όλων των εκκρεμών κρατικών ομολόγων –με την εξαίρεση της Ελλάδας- σε ευρωομόλογα θα ήταν μακράν η καλύτερη θεραπεία. Δεν θα απαιτούσε μεταβιβαστικές πληρωμές, διότι κάθε χώρα θα παρέμενε υπεύθυνη για την εξυπηρέτηση του δικού της χρέους. Επιπλέον, θα επέβαλλε αυστηρότερη πειθαρχία στην αγορά για τις χώρες οφειλέτες από αυτήν που αντιμετωπίζουν σήμερα, διότι θα μπορούσαν να εκδώσουν ευρωομόλογα μόνο για να αναχρηματοδοτήσουν τα ώριμα ομόλογα. Κάθε πρόσθετος δανεισμός θα πρέπει να είναι στο όνομά τους, και οι αγορές θα χρειαστεί να επιβάλλουν ποσοστά κυρώσεων για υπερβολικό δανεισμό.
Ωστόσο, τα ευρωομόλογα θα μείωναν σημαντικά το κόστος δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών και θα επαρκούσαν σε μεγάλο βαθμό για την αποκατάσταση των ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην ευρωζώνη. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γερμανίας δεν θα τεθεί σε κίνδυνο, διότι τα ευρωομόλογα θα συγκρίνονται ευνοϊκά σε σχέση με τα ομόλογα που θα εκδίδονται από άλλες μεγάλες χώρες.
Τα ευρωομόλογα δεν θα θεραπεύσουν τις τεράστιες ανισορροπίες στην ανταγωνιστικότητα· Οι χώρες της ευρωζώνης θα χρειαστεί και πάλι να εφαρμόσουν τις δικές τους διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, θα διορθώσουν το κύριο ελάττωμα σχεδιασμού του ευρώ. Όλες οι υπόλοιπες εναλλακτικές λύσεις κατώτερες: συνεπάγονται είτε μεταβιβαστικές πληρωμές είτε τη διαιώνιση του άνισου πεδίου ανταγωνισμού, ή και τα δύο. Και όμως, λόγω της εναντίωσης της Μέρκελ, τα ευρωομόλογα δεν παίζουν καν στο τραπέζι των συζητήσεων.
Η Ελλάδα είναι και αυτή ένα θύμα των παρανοήσεων και των ταμπού των πιστωτών της. Όλοι γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος της, το μεγαλύτερο κομμάτι του οποίου κατέχεται από τον επίσημο τομέα: την ΕΚΤ, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Μετά από πολύ πόνο και ταλαιπωρία, η Ελλάδα είναι κοντά στο να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Αν μπορούσε ο επίσημος τομέας να παραιτηθεί από την αποπληρωμή για τον καιρό που η Ελλάδα πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται από την Τρόικα (ΕΚΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ), τότε το ιδιωτικό κεφάλαιο θα επέστρεφε και η οικονομία θα μπορούσε να ανακάμψει γρήγορα.
Από προσωπική εμπειρία μπορώ να επιβεβαιώσω ότι οι επενδυτές θα επέστρεφαν άμεσα στην Ελλάδα με το που θα αφαιρεθεί το υπερβολικό χρέος. Αλλά, ο επίσημος τομέας δε μπορεί να διαγράψει το χρέος της, καθότι αυτό θα παραβίαζε αρκετά ταμπού, ιδίως για την ΕΚΤ.
Η Γερμανία καλά θα κάνει να θυμάται ότι έχει επωφεληθεί από διαγραφές χρέους τρεις φορές στην ιστορία της. Το Σχέδιο Dawes του 1924 επιδίωξε να ρυθμίσει τις γερμανικές αποζημιώσεις για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Σχέδιο Young του 1929 μείωσε το συνολικό ποσό που όφειλε η Γερμανία σε αποζημιώσεις και έδωσε στη χώρα πολύ περισσότερο χρόνο για να πληρώσει. Το Σχέδιο Μάρσαλ παρείχε επίσης ανακούφιση του χρέους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η γαλλική εμμονή στις αδιάλλακτες πληρωμές αποζημιώσεων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο προετοίμασε σαφώς το έδαφος για την άνοδο του Χίτλερ. Η άνοδος της νεοφασιστικής Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα αποτελεί παρόμοιο φαινόμενο.
Τα δύο αυτά παραδείγματα δικαιολογούν το χαρακτηρισμό μου της κρίσης ως εφιάλτη. Μόνο η Γερμανία μπορεί να της δώσει τέλος, διότι αυτή έχει τα ινία ως η χώρα με την υψηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση και ως η μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία.
Η Γερμανία, έχοντας επίγνωση της πρόσφατης ιστορίας της, δεν θέλει να βρεθεί στο ρόλο της ηγεμονική δύναμης. Η σημερινή κατάσταση δεν είναι το αποτέλεσμα κάπου σατανικού γερμανικού σχεδίου. Παρ’ όλα αυτά, η Γερμανία δε μπορεί να αποφύγει τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που συνοδεύουν τον ηγετικό αυτό ρόλο. Πρέπει να μάθει να φέρεται και να ενεργεί ως καλοπροαίρετος ηγεμόνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Γερμανία θα κερδίσει τη διαρκή ευγνωμοσύνη των χωρών που επί του παρόντος είναι υποδεέστερές της, ακριβώς όπως το Σχέδιο Μάρσαλ χάρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη διαρκή ευγνωμοσύνη της Ευρώπης. Η αποτυχία της Γερμανίας να εκμεταλλευτεί αυτή τη συγκυρία θα οδηγούσε, πιστεύω, στην αποσύνθεση και στην τελική κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Φυσικά, πολλές χώρες έχουν περάσει εφιάλτες και έχουν επιζήσει. Αλλά, η ΕΕ δεν είναι χώρα. Είναι μία ατελής ένωση κυρίαρχων κρατών τα οποία δεν θα επιβιώσουν από μία δεκαετή ή και μεγαλύτερη περίοδο στασιμότητας. Αυτό δεν είναι προς συμφέρον της Γερμανίας, και θα άφηνε τους Ευρωπαίους σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι ήταν στην αρχή του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η στροφή 180 μοιρών δεν είναι ποτέ εύκολη κίνηση για τους πολιτικούς ηγέτες, αλλά οι εκλογές προσφέρουν την ευκαιρία για μία αλλαγή πολιτικής. Ο καλύτερος τρόπος για να πετύχει η αλλαγή θα ήταν να διορίσει η επόμενη κυβέρνηση της Μέρκελ μία ανεξάρτητη επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση των εναλλακτικών λύσεων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ταμπού που επικρατούν.