Το 2005, δύο ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γαλλία και η Ολλανδία, απέρριψαν με δημοψήφισμα την προτεινόμενη συνταγματική συνθήκη της ΕΕ. Δύο ακροδεξιά κόμματα από τις χώρες αυτές, το γαλλικό «Εθνικό Μέτωπο» και το ολλανδικό «Κόμμα για την Ελευθερία», έχουν τώρα σχηματίσει μία συμμαχία εν όψει των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Μάιο του 2014. Ελπίζουν να προσελκύσουν κόμματα με παρόμοιες ιδέες από άλλες χώρες της ΕΕ και να σχηματίσουν ένα κοινοβουλευτικό μπλοκ, αρκετά ισχυρό ώστε να σκοτώσει «το τέρας της Ευρώπης», όπως έχει δηλώσει αναφερόμενος στην ΕΕ ο as Geert Wilders, ηγέτης του Κόμματος για την Ελευθερία.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Γαλλία και η Ολλανδία έχουν αναλάβει ηγετικό ρόλο σε αυτό το άθλιο εγχείρημα. Και οι δύο χώρες είναι εν μέσω μίας βαθιάς κρίσης ταυτότητας που μεταλλάσσεται σε περιφρόνηση για την Ευρώπη, τους ξένους, τους μετανάστες και όλους όσους εκπροσωπούν το «άλλο», το «διαφορετικό». Και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν αύξηση στη λαϊκή καχυποψία απέναντι στις παραδοσιακές πολιτικές ελίτ.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι επικείμενες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φαίνονται κομμένες και ραμμένες για εξτρεμιστικά κόμματα, με τις πρόσφατες δημόσιες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το «Εθνικό Μέτωπο» θα βγει στην κορυφή στη Γαλλία. Οι ευρωεκλογές αφήνουν αδιάφορους τους περισσότερους πολίτες, γεγονός το οποίο μεταφράζεται σε χαμηλή προσέλευση ψηφοφόρων –με εξαίρεση εκείνους που, εξαιτίας αυτού στο οποίο αντιτίθενται, επιθυμούν να εκφράσουν το θυμό και την αγανάκτησή τους με το status quo.
Η Marine Le Pen, η ηγέτης του «Εθνικού Μετώπου», είναι πονηρή και αποτελεσματική. Βασίζει την καμπάνια της σε ένα απλό μήνυμα: «Η Ευρώπη είναι ενάντια στο λαό, έτσι ο λαός οφείλει να κινητοποιηθεί κατά της Ευρώπης.» Με την επίφαση της μετριοπάθειας, είναι πολύ πιο ελκυστική από ότι ο πατέρας της και πρώην ηγέτης του κόμματος, Jean-Marie Le Pen. Στρατηγική της είναι να εισέλθει στο κύριο ρεύμα της γαλλικής πολιτικής, αφήνοντας στο παρελθόν όλα τα ίχνη αντισημιτισμού, παρουσιάζοντας μία φαινομενικά νόμιμη εναλλακτική λύση αντί της παρακμιακής, παραδοσιακής δεξιάς, η οποία έχει υποστεί μία παρατεταμένη περίοδο εσωτερικής διαμάχης μετά την ήττα του Νικολά Σαρκοζί στις προεδρικές εκλογές του 2012.
Στην Ολλανδία, ο Wilders –περισσότερο ένα one-man show παρά ηγέτης ενός πραγματικού κόμματος- έχει ήδη συμμετάσχει στην κυβέρνηση, προσδίδοντας έτσι μία επίφαση νομιμότητας στην Le Pen απλά σχηματίζοντας συμμαχία μαζί της. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι τα κύρια αντιευρωπαϊκά κόμματα της Δανίας και της Βρετανίας αρνήθηκαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Τα κόμματα αυτά αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε μία συμφωνία με ένα κόμμα το οποίο ήταν και ίσως παραμένει αντισημιτικό στον πυρήνα του.
Κι όμως, αυτό που τελικά ενώνει τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης είναι παρόμοιο με αυτό που κρύβεται πίσω από την άνοδο του «Κόμματος του Τσαγιού» στο εσωτερικό του αμερικανικού ρεπουμπλικανικού κόμματος: συγκεκαλυμένος ρατσισμός και ξενοφοβία. Παρά το γεγονός ότι οι οπαδοί του «Κόμματος του Τσαγιού» -μία ομάδα η οποία σύμφωνα με αρχική δημοσκόπηση αποτελείται από 89% λευκούς και μόλις 1% μαύρους- υποστηρίζουν ότι έχουν αντιταχθεί πάνω απ’ όλα κατά των κρατικών δαπανών, δέχονται κυβερνητική βοήθεια για τον εαυτό τους. Αυτό που δε μπορούν να δεχθούν είναι έναν μαύρο πρόεδρο και κυβερνητικές δαπάνες για «άλλους».
Ομοίως, αν και οι λαϊκιστές της Ευρώπης χρησιμοποιούν την αντίθεσή τους στις Βρυξέλλες ως σημαία συσπείρωσης, η ιδεολογία τους διατηρεί τον αταβισμό που παρακίνησε τους προγόνους τους. Οι σημερινές ακροδεξιές δυνάμεις μπορεί να είναι περισσότερο αντιμουσουλμανικές παρά αντισημιτικές –ο Wilders μπορεί να είναι ακόμη και ειλικρινά υπέρ του Ισραήλ- ωστόσο διατηρούν την αντι-ανθρωπιστική, κυνική και ρατσιστική κοσμοθεωρία των προκατόχων τους στη δεκαετία του 1930.
Φυσικά, μία χώρα όπως η Γαλλία δεν επιστρέφει στην πολιτική της δεκαετίας του 1930, μόνο και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι οι αναμνήσεις της στρατιωτικής και ηθικής κατάρρευσης της χώρας το 1940 δεν έχουν ξεθωριάσει ακόμα. Αλλά, οι ακραίες ρατσιστικές επιθέσεις στην υπουργό Δικαιοσύνης, Christiane Taubira, η οποία είναι μαύρη, θα ήταν αδιανόητες σε προηγούμενες δεκαετίες. Και, σε όλη την Ευρώπη, η απώλεια των ταμπού και η πεποίθηση ότι μπορεί ο καθένας να λέει ό,τι θέλει –και να προσβάλλει όποιον θέλει- έχει οδηγήσει σε αύξηση των ρατσιστικών περιστατικών, τα οποία έχουν απομονωθεί μόνο επιφανειακά.
Η Ευρώπη δεν θα γίνει ξαφνικά φασιστική. Ωστόσο, θα ήταν επικίνδυνο να αγνοήσουμε όλα αυτά που πάνε στραβά, ή να αποδώσουμε τις πρόσφατες εξελίξεις αποκλειστικά στις οικονομικές δυσκολίες και στην υψηλή ανεργία. Πρέπει να ληφθούν υπόψη και πιο θεμελιώδεις αιτίες, πολιτικές καθώς και ηθικές.
Για παράδειγμα, η Γερμανία τα πάει καλύτερα από άλλες χώρες ως προς την αντίστασή της στον λαϊκισμό, όχι μόνο επειδή η οικονομία της είναι ισχυρή και επειδή η ιστορία της λειτουργεί ως μία μορφή εμβολιασμού. Οι Γερμανοί μπορούν επίσης να ευχαριστήσουν το θάρρος και την ικανότητα των πολιτικών τους ηγετών, συμπεριλαμβανομένων της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και του προκατόχου της, Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η καλύτερη απάντηση στη σημερινή ανίερη συμμαχία των λαϊκιστικών/ρατσιστικών κομμάτων είναι το θάρρος, η αποφασιστικότητα και η σαφήνεια των θέσεων. Οποιαδήποτε συμμαχία της επικρατούσας τάξης των συντηρητικών κομμάτων με ακροδεξιές δυνάμεις θα αποδειχθεί εγγύηση ήττας –τόσο ηθικής όσο και πολιτικής. Αυτό ίσχυε στο παρελθόν της Ευρώπης, όπως ισχύει και σήμερα για τους Ρεπουμπλικάνους των ΗΠΑ. Μερικές φορές, δεν υπάρχει κουτάλι αρκετά μακρύ, για να φάει κανείς με το διάβολο.