Αυτό είναι το ερώτημα το οποίο απασχολεί οικονομικούς και πολιτικούς αναλυτές μετά το δημοσίευμα των «Financial Times» ότι το Ταμείο εξετάζει αλλαγές στους κανόνες που θα διέπουν την οικονομική στήριξη χωρών που βρίσκονται σε δεινή θέση.
Συγκεκριμένα, εξετάζεται η πρόταση να απαιτείται πρώτα παράταση της διάρκειας της λήξης των κρατικών ομολόγων που ήδη βρίσκονται σε κυκλοφορία, ως προϋπόθεση για την παροχή στήριξης από το Ταμείο.
Μέχρι τώρα οι επιλογές του ΔΝΤ περιορίζονται στο πρόγραμμα στήριξης ή στην αναδιάρθρωση του χρέους σε περίπτωση που το Ταμείο κρίνει ότι το δημόσιο χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο. Η ιδέα που τίθεται επί τάπητος είναι να υπάρξει ένας τρίτος δρόμος που θα δίνει τη δυνατότητα στους πιστωτές να συμφωνούν σε ένα reprofiling των υπαρχόντων ομολόγων. Βάσει αυτής της πρότασης, θα επεκτείνεται η διάρκεια των ομολόγων ανάλογα με τη διάρκεια του προγράμματος του ΔΝΤ, χωρίς όμως να υπάρχουν αλλαγές στην ονομαστική αξία ή στο κουπόνι του τίτλου.
Πηγές προσκείμενες στο ΔΝΤ δήλωσαν πως οι συζητήσεις βρίσκονται ακόμη σε αρχικό στάδιο, ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου και πως είναι μάλλον απίθανο να υπάρξει τελική απόφαση πριν από τα τέλη του έτους. Το ΔΝΤ πάντως αρνήθηκε να σχολιάσει.
Βάσει της ισχύουσας πρακτικής, θα πρέπει το χρέος μιας χώρας να θεωρείται βιώσιμο ώστε να μπορεί το ΔΝΤ να παράσχει ένα μεγάλο δάνειο. Αυτό σημαίνει ότι έχει μόνο δύο επιλογές: να προσφέρει δάνειο χωρίς πλήγμα για τους ιδιώτες επενδυτές ή να επιμείνει να γίνει πρώτα μια επώδυνη αναδιάρθρωση.
Η νέα πρόταση θα εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου υπάρχει πραγματική αμφιβολία για τη βιωσιμότητα του χρέους. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα ζητείται από τους ιδιώτες επενδυτές να συμφωνήσουν σε ένα πάγωμα ως προϋπόθεση για να προσφύγει η χώρα σε πρόγραμμα του ΔΝΤ. Ένα μοντέλο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί είναι η εθελοντική αναδιάρθρωση χρέους που έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος του ΔΝΤ για την Ουρουγουάη το 2003.
Το ΔΝΤ βρίσκεται σε συζητήσεις και με παράγοντες της αγοράς ώστε να εξασφαλίσει ότι οιαδήποτε αλλαγή δεν θα οδηγήσει σε μείωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος για κρατικά ομόλογα και κατά συνέπεια σε αύξηση του κόστους δανεισμού. Οι συζητήσεις εκτιμάται πως θα συνεχιστούν κατά τη διάρκεια του έτους.
Σύμφωνα με ανθρώπους που παρευρέθηκαν στη συνεδρίαση του Ταμείου στις 13 Ιουνίου, η αντίδραση του εκτελεστικού συμβουλίου –όπου εκπροσωπούνται τα κράτη-μέλη– στην έκθεση ήταν θετική, αλλά έγινε σημαντική συζήτηση για την ανάγκη για να υπάρξει «συστημική εξαίρεση», η οποία δίνει στο ΔΝΤ τη δυνατότητα να παρακάμψει την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους σε περιπτώσεις όπου υπάρχει σημαντικός φόβος πως χωρίς πακέτο στήριξης προς τη χώρα θα υπάρξει συστημική κρίση, όπως ήταν η περίπτωση της Ευρωζώνης.
Πολλές χώρες θα ήθελαν να απαλλαγούν από τη συστημική εξαίρεση. Θεωρούν ότι είναι άδικη, αφού βοηθά μόνο τις συστημικές χώρες, και αντιπαθούν τα παραθυράκια που δημιουργούνται, καθώς σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί συστημικό. Κάποιοι πιστεύουν επίσης ότι πρακτικά δεν βοηθά, μιας και ο δανεισμός του ΔΝΤ δεν τερματίζει την κρίση εάν το χρέος της χώρας εξακολουθεί να μην είναι βιώσιμο. Άλλοι πιστεύουν ότι είναι μια απαραίτητη δικλίδα για να υπάρχει η δυνατότητα ελεύθερης χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια μιας κρίσης.
Προάγγελος αποχώρησης;
Τα νέα «κόλπα» στις διασώσεις κρατών που εξετάζει το ΔΝΤ είναι για κάποιους οικονομολόγους προάγγελος αποχώρησης του Ταμείου από τη Γηραιά Ήπειρο. Στις αρχές του 2010 η Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οδηγήθηκαν σε «αναγκαστικό γάμο» όταν ξεκίνησε η κρίση χρέους στην Ελλάδα. Σήμερα, σύμφωνα με αξιωματούχους και οικονομολόγους, μπορεί να οδεύουν προς διαζύγιο.
«Το διαζύγιο μεταξύ Ευρώπης και ΔΝΤ είναι πραγματικότητα» δήλωσε τον Ιούνιο του περασμένου έτους σε συνέντευξή του ο Αντόνιο Μπόργκες, πρώην διευθυντής του ΔΝΤ στην Ευρώπη, μήνες προτού πεθάνει από καρκίνο στην ηλικία των 63. «Το Ταμείο θα επανέλθει στον φυσιολογικό τρόπο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Πρόκειται για έναν θεσμό που χρησιμοποιείται για να κάνει μόνο του κουμάντο» είχε τονίσει ο κ. Μπόργκες.
Ο κ. Μπόργκες εισήλθε στο Ταμείο τον Νοέμβριο του 2010, έξι μήνες αφότου συμφωνήθηκε το πρώτο ελληνικό πακέτο διάσωσης. Αποχώρησε 12 μήνες αργότερα επικαλούμενος προβλήματα υγείας – δηλώνοντας ωστόσο σε συνέντευξή του ότι ο πραγματικός λόγος ήταν η περιθωριοποίησή του στον σχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος των 73 δισ. ευρώ.
Το ΔΝΤ, με βάση την Ουάσινγκτον, ένωσε τις δυνάμεις του με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως η «τρόικα» των ιδρυμάτων που θα διαχειριζόταν το ελληνικό πακέτο διάσωσης και, κατά συνέπεια, τα πακέτα διάσωσης Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Κύπρου. Όλα ξεκίνησαν καλά. Όταν έφτασε η ομάδα του ΔΝΤ στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2010, ένας κοινοτικός υπάλληλος περιέγραψε τη στιγμή σαν να καταφθάνει το σώμα πεζοναυτών των ΗΠΑ σε εμπόλεμη ζώνη… Το Ταμείο και η τεχνογνωσία του, δήλωσε, ήταν απαραίτητα.
Γκρίνιες και εντάσεις
Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός μέχρι να δημιουργηθούν οι πρώτες εντάσεις. Το Ταμείο, δήλωσε ο κ. Μπόργκες, τράβηξε ένα πρότυπο πρόγραμμα από το ράφι, παραλείποντας να λάβει υπόψη ότι οι επιλογές στην πολιτική της Ελλάδας ήταν αυστηρά περιορισμένες εξαιτίας της συμμετοχής της στο ευρώ. «Η Ελλάδα είναι η πιο θλιβερή περίπτωση όλων» δήλωσε ο κ. Μπόργκες. «Το πρόγραμμα ήταν λάθος από την αρχή» τόνισε.
Τρία χρόνια μετά, επιτελικά στελέχη της τρόικας είπαν πως ενεπλάκησαν σε κοκορομαχίες σχετικά με τις ελληνικές προβλέψεις για την ανάπτυξη, την αναδιάρθρωση των τραπεζών και τις αναλογίες δημόσιου χρέους προς παραγωγή. «Χρειάστηκε να διαπραγματευτούμε τα στοιχεία… Κανονικά δεν γίνεται έτσι η δουλειά» είπε Ευρωπαίος αξιωματούχος αναφερόμενος σε πολύωρες συζητήσεις σχετικά με τις προβλέψεις του ρυθμού ανάπτυξης της Ελλάδας για το 2013.
Μεγάλη πηγή εντάσεων έχει υπάρξει η Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους του ΔΝΤ, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις προβλέψεις της αναλογίας του δημόσιου χρέους προς την οικονομική παραγωγή. Οι κανονισμοί του ΔΝΤ εμποδίζουν το Ταμείο από το να παρέχει βοήθεια προς κράτη τα οποία αδυνατούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους, συνεπώς η ανάλυση αυτή ήταν κρίσιμης σημασίας ως προς την εξασφάλιση της συνέχισης του δανεισμού από το Ταμείο.
Ωστόσο, ορισμένοι αξιωματούχοι δεν είχαν καθόλου καλή εντύπωση από την ανάλυση. Ένας αξιωματούχος του ΔΝΤ την αποκάλεσε «αστείο», και ένας υπάλληλος της Κομισιόν την περιέγραψε ως «ένα παραμύθι για να βάλουμε τα παιδιά για ύπνο». Ο κ. Μπόργκες δήλωσε ευγενικά ότι η συγκεκριμένη άσκηση ήταν «πολύ υποκειμενική».
Μια έκθεση του ΔΝΤ σχετικά με το πρώτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας τον Ιούνιο του 2013 περιείχε μια καυστική κριτική του ρόλου της Επιτροπής εντός της τρόικας. Παραδεχόταν, επίσης, ότι το Ταμείο είχε παρακάμψει τους ίδιους του τους κανόνες δανείζοντας στην Ελλάδα.
Η έκθεση είχε άσχημη υποδοχή στις Βρυξέλλες. Ο Όλι Ρεν, επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν, αντέδρασε με οργή. «Δεν είναι δίκαιο το ΔΝΤ να νίπτει τας χείρας του και να ρίχνει τα απόνερα στην Ευρώπη» δήλωσε. Αργότερα, διέψευσε τη διαμάχη ως «μια καταιγίδα σε ένα φλιτζάνι τσαγιού».
Ο κ. Ρεν τάσσεται υπέρ της ιδέας ενός ανεξάρτητου ευρωπαϊκού μηχανισμού για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων, χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Το ίδιο υποστηρίζουν και κορυφαίοι αξιωματούχοι, ο Γερμανός υφυπουργός Εργασίας και πρώην μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ Γεργκ Άσμουσεν, καθώς και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Γιατί θέλει να φύγει
Γιατί όμως το ΔΝΤ θέλει να φύγει από την Ευρώπη; Κατ’ αρχήν γιατί το μεγαλύτερο μέρος από τα διαθέσιμά του πηγαίνει στην Ευρώπη, κι αυτό ενοχλεί τους «αναδυόμενους» στο Δ.Σ., που είναι οι περισσότεροι –όχι βέβαια στα χρήματα που βάζουν αλλά σε απόλυτους αριθμούς– στο Εκτελεστικό Συμβούλιο.
Κατά δεύτερον, το ίδιο το Ταμείο ως γραφειοκρατικός μηχανισμός δεν θέλει να μετέχει άλλο σε ένα σχήμα στο οποίο είναι ισότιμο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πρέπει να δέχεται την άποψή της. Στο ΔΝΤ έχουν συνηθίσει να δουλεύουν μόνοι τους και να μην κάνουν συμβιβασμούς. Βέβαια, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης δεν λειτουργεί έτσι, κάτι που δεν είναι… του γούστου των στελεχών του Ταμείου. Επιπλέον, η γραφειοκρατία αυτή υφίσταται μια συνεχή γκρίνια από τους εκπροσώπους των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών για τα ευρωπαϊκά δάνεια.
Επίσης, το ΔΝΤ δεν θέλει να δει την αξιοπιστία του να συνεχίσει να διαβρώνεται στην Ευρώπη, επισημαίνουν αξιωματούχοι. Προκειμένου να αποφευχθεί αυτό, έχει συμβάλει όλο και λιγότερο με τον καιρό στις νέες διασώσεις, διατηρώντας ένα de facto δικαίωμα βέτο ως προς τις πολιτικές – προς μεγάλη ενόχληση των Ευρωπαίων αξιωματούχων.
Αρέσει η ιδέα στους Ευρωπαίους
Από την άλλη πλευρά, τα ευρωπαϊκά ιδρύματα διαμόρφωσης πολιτικής εμφανίζουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση λόγω εξασθένησης της κρίσης. Το γεγονός αυτό τα έχει κάνει να νιώθουν λιγότερο εξαρτημένα από το ΔΝΤ. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, του μόνιμου ταμείου διάσωσης της Ευρωζώνης, αντανακλά τη νέα αυτή αντιμετώπιση στα σχόλιά του σχετικά με την αναλογία του χρέους που χρησιμοποιήθηκε από το Ταμείο ως σημείο αναφοράς για τον δανεισμό, αποκαλώντας την «άνευ νοήματος».
Ο κοινός παρονομαστής στην εμπλοκή του Ταμείου στην Ευρώπη είναι η σχέση του με τη γερμανική κυβέρνηση. Το γερμανικό κοινοβούλιο έχει θέσει όρο τη συμμετοχή του ΔΝΤ για τη στήριξή του στα πακέτα διάσωσης. Ο άξονας Βερολίνου-Ουάσινγκτον κράτησε όσο τα συμφέροντά τους ήταν ευθυγραμμισμένα, όπως έγινε το 2012 όταν το ΔΝΤ πίεσε τους ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας να υποστούν απώλειες και η Γερμανία επιδίωκε να ελαχιστοποιήσει τη συμβολή της στη δεύτερη ελληνική διάσωση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Ευρωπαίοι δεν βλέπουν πια με αρνητικό τρόπο το ενδεχόμενο αποχώρησης του Ταμείου από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς διάσωσης. Η δουλειά του, άλλωστε, έχει ολοκληρωθεί: Το 2010 δεν υπήρχε κανένα θεσμικό πλαίσιο αντιμετώπισης κρίσεων στην Ευρωζώνη και κανένα know how για το πώς επιβάλλεται ένα πρόγραμμα εξυγίανσης σε μια χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Τώρα η Ευρωζώνη διαθέτει και τα δύο. Γι’ αυτούς τους λόγους μάλλον έχουν δίκιο όσοι μιλάνε για διαζύγιο, μόνο που, καταπώς φαίνεται, στην περίπτωση της Ευρωζώνης το διαζύγιο αυτό θα είναι βελούδινο και κοινή συναινέσει. Και μάλλον δεν θα στενοχωρηθεί γι’ αυτό κανείς, οι Ευρωπαίοι και ιδιαίτερα το Βερολίνο θα ευχηθούν ευχαρίστως «καλό κατευόδιο».