Καθημερινά υπάρχουν προκλήσεις από την γείτονα χώρα, τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, με ένα «θερμό» επεισόδιο να φαντάζει πιο πιθανό από ποτέ.
Ο Τούρκος Πρωθυπουργός βάλει κατά πάντων, τόσο όσο αφορά την χώρα μας, όσο και τις Μεγάλες Δυνάμεις, δηλαδή αυτές της Γερμανίας και ΗΠΑ, διεκδικώντας σχεδόν τα πάντα σε εδάφη και πλουτοπαραγωγικές πηγές. Η βελτίωση των σχέσεων με την Ρωσία περιπλέκει τα πράγματα, ειδικά μετά και την φημολογούμενη προμήθεια οπλικών συστημάτων (S-400), ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την στρατιωτική της ισχύ. Πόσο όμως εφικτό είναι από οικονομικής πλευράς για την Τουρκία να ξεκινήσει μία συμπλοκή τόσο με την Ελλάδα, όσο και με κάποια ή κάποιες χώρες του ΝΑΤΟ;
Δεν είναι τυχαίο ότι η τουρκική οικονομία συμπεριλαμβάνεται στις είκοσι πιο ισχυρές οικονομικά χώρες του κόσμου (G-20), με το δημόσιο χρέος αυτής ως προς το ΑΕΠ να βρίσκεται στο 28,3% (βλ. γράφημα παρακάτω), ακολουθώντας τα τελευταία χρόνια πτωτική πορεία.
Πέραν όμως του δημοσίου χρέους, η τουρκική οικονομία τρέχει με ρυθμούς ανάπτυξης 5% ετησίως (στοιχεία Μαρτίου 2017), αποδεικνύοντας την δυναμικότητα της, όπως μπορούμε να διακρίνουμε και στο παρακάτω γράφημα.
Κι ενώ στην Ελλάδα οι ξένοι επενδυτές μπορεί να αποτελούν είδος προς «εξαφάνιση», στην Τουρκία είναι συχνό φαινόμενο. Μην ξεχνάμε ότι πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες διατηρούν εργοστάσια συναρμολόγησης στην γείτονα χώρα, κι όχι μόνο, διατηρώντας σε θετικό πρόσημο τις άμεσες ξένες επενδύσεις, όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα. Το για ποιον λόγο αρκετές επιχειρήσεις προτιμούν να επενδύουν τα ωραία τους χρήματα στην Τουρκία κι όχι στην Ελλάδα, αυτό ας το αναλογιστούν οι πολιτικοί μας ηγέτες οι οποίοι χαράσσουν και την οικονομική πορεία της χώρας.
Κι εάν μέχρι στιγμής η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας αφήνει κάποιον από εμάς αδιάφορους, αυτό το οποίο πρέπει να μας κάνει να ανησυχούμε είναι οι αμυντικές της δαπάνες. Όπως διακρίνουμε παρακάτω, οι αμυντικές δαπάνες της Τουρκίας διατηρούνται τα τελευταία χρόνια στα ίδια σχεδόν επίπεδα, καθώς συνεχίζουν να εξοπλίζονται με όπλα τελευταίας τεχνολογίας αλλάζοντας σημαντικά τις ισορροπίες στο Αιγαίο.
Ακόμη όμως μία απόδειξη της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η τουρκική οικονομία, αποτελεί η καταναλωτική δαπάνη. Όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα, παρά την πτώση που καταγράφει το τελευταίο χρονικό διάστημα η καταναλωτική δαπάνη στην Τουρκία, συνεχίζει να βρίσκεται σε ανοδική πορεία τα τελευταία επτά χρόνια, αποδεικνύοντας ότι μόνο τυχαία δεν βρίσκεται η τουρκική οικονομία ανάμεσα στις είκοσι ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου.
Κι επειδή το χρηματιστήριο είναι ο καθρέπτης της οικονομίας, ο δείκτης BIST 100 διαπραγματεύεται το τελευταίο χρονικό διάστημα σε νέα ιστορικά υψηλά, ακολουθώντας την πορεία των ανεπτυγμένων χρηματιστηρίων (βλ. γράφημα παρακάτω), με τους επενδυτές να συνεχίζουν να επενδύουν κεφάλαια στην τουρκική χρηματιστηριακή αγορά (βλ. γράφημα παρακάτω), κι όλα αυτά έναν χρόνο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, το οποίο δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει την εισροή κεφαλαίων προς τις τουρκικές μετοχές.
Κι επειδή το τελευταίο χρονικό διάστημα σε διπλωματικό επίπεδο έχουν υψωθεί οι τόνοι ανάμεσα στην Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις, αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά για το ποιοι είναι οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της Τουρκίας, ώστε να καταλάβει και το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Σύμφωνα λοιπόν με στοιχεία του http://atlas.media.mit.edu/en/profile/country/tur/ , το 2015 οι εξαγωγές της Τουρκίας ανήλθαν στα $153 δισ. με τις εισαγωγές να ανέρχονται στα $187 δισ. Τα κύρια εξαγωγικά της προϊόντα είναι ο χρυσός ($8,5 δισ.), τα φορτηγά ($4,48 δισ.), εξαρτήματα οχημάτων ($4,31 δισ.), και τα κοσμήματα ($3,56 δισ.). Οι κύριες χώρες στις οποίες εξάγει η Τουρκία είναι η Γερμανία ($15,1 δισ.), το Η.Β ($12,1 δισ.), το Ιράκ ($8,55 δισ.), οι ΗΠΑ ($7,47 δισ.), και η Ιταλία ($7,33 δισ.).
Τα παραπάνω τοποθετούν την Τουρκία από οικονομικής, αλλά και στρατιωτικής άποψης, σε πλεονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, διατηρώντας τα πλεονεκτήματα της, σε οικονομικό επίπεδο, ώστε να καταφέρει να συνομιλεί με τις Μεγάλες Δυνάμεις επί ίσους όρους, αποκτώντας στο τέλος ίσως μερίδιο στα δικά μας αποθέματα ορυκτού πλούτου.
Θεόδωρος Σεμερτζίδης
Χρημ/κος Αναλυτής