Με αψιμαχίες πριν την γενικευμένη σύρραξη μοιάζουν οι εξελίξεις στην ελληνική αγορά γάλακτος, φρέσκου αλλά και μακράς διαρκείας, καθώς αλλάζει το νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο κύκλοι της αγοράς εκτιμούν ότι ελέγχθηκε ο ξένος ανταγωνισμός.
Ειδικά στο φρέσκο γάλα, μια αγορά η αξία της οποίας υπολογίζεται με βάση τον ετήσιο κύκλο εργασιών ότι προσεγγίζει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ εάν συνυπολογισθεί και το μακράς διαρκείας. Πολλοί όμως συνδέουν την μέχρι τώρα κατάσταση με το γεγονός ότι οι Έλληνες πληρώνουν μια από τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη για φρέσκο γάλα που παράγεται στην χώρα. Μέχρι τώρα ένα γάλα για να χαρακτηριστεί φρέσκο έπρεπε να έχει μέγιστη διάρκεια ζωής λίγων ημερών. Τόσο λίγων (συνήθως τριών) που δεν προλαβαίνουν εισαγωγές να φτάσουν εγκαίρως στο ράφι. Όμως οι ειδικοί, πολλοί εκ των οποίων Έλληνες, αναφέρουν πως η διάταξη αυτή αποτελεί μέτρο προστατευτισμού και πως ουσιαστικά λειτουργεί ως εργαλείο marketing για το γάλα εξαιτίας της προτίμησης για καθαρά ελληνικά προϊόντα και σε λανθασμένες αντιλήψεις περί του τι είναι φρέσκο και τι όχι.
Η διελκυστίνδα ισχύος είναι τόσο μεταξύ Ελλήνων και ξένων όσο και μεταξύ Ελλήνων. Στο παιχνίδι δεσπόζουν η Vivartia συμφερόντων MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου και η ΦΑΓΕ συμφερόντων των αδελφών Ιωάννη και Κυριάκου Φιλίππου. Από κοντά είναι η Δωδώνη της Strategic Ιnitiatives συμφερόντων του Dmitry Razonerov ο οποίος έχει κάνει το αντίστοιχο παιχνίδι συγκέντρωσης στην Ρωσία αλλά και η Κρι Κρι συμφερόντων Παναγιώτη Τσινάβου. Επίσης σε δεύτερο ρόλο παίζει και η Όλυμπος-Τυράς των αδελφών Σαράντη αλλά και οι χειμαζόμενες ΑΓΝΟ, ΑΣΤΥ αλλά και η ΜΕΒΓΑΛ του επιχειρηματία Πέτρου Παπαδάκη. Η ΜΕΒΓΑΛ φέρεται να έχει περιέλθει στο επίκεντρο της προσοχής τόσο των Friesland και Danone όσο και του Δημήτρη Δασκαλόπουλου που πούλησε τη ΔΕΛΤΑ προς ετών στον Βγενόπουλο ο οποίος έχει κατονομαστεί (και το έχει διαψεύσει ) και ως ενδιαφερόμενος και για την Αγνό. Στο παιχνίδι και ο επιχειρηματίας Νίκος Κολιός. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η αγορά του γάλατος είναι της τάξης του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, της φέτας άλλου 1,5 δισ. ευρώ και του γιαουρτιού άλλων τόσων καθίσταται σαφές ότι η μάχη δίνεται για μια πίτα της τάξης των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ με δυνητική περεταίρω εξαγωγική ανάπτυξη. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει προσελκυσθεί και το επενδυτικό ενδιαφέρον τρίτων κεφαλαιούχων μεταξύ των οποίων παραγόντων της ελληνοαμερικανικής ομογένειας.
Κλειδί ο χρόνος ζωής
Κλειδί για τις εξελίξεις αποτελεί η δρομολογούμενη κατάργηση του καθορισμένου μέγιστου χρόνου ζωής για το φρέσκο παστεριωμένο γάλα. Η μέγιστη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος εκτιμά ο ΟΟΣΑ σε μελέτη που του ζήτησε το υπουργείο ανάπτυξης θα πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τη μέθοδο παστερίωσης που εφαρμόζει ο κάθε παραγωγός, εφόσον αυτή τηρεί τις προδιαγραφές που προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα κουτιά του γάλακτος θα πρέπει να φέρουν σαφή σφραγίδα με την ημερομηνία παραγωγής και την ημερομηνία λήξης. Και επειδή οι επιστήμονες αναφέρουν πως η θρεπτική αξία του γάλατος είναι εφάμιλλη στο φρέσκο και στο μακράς διαρκείας , αν και μεταβάλλονται όμως οι βιταμίνες που περιέχει, καθίσταται αντιληπτό ότι εάν αυτό γίνει κοινός τόπος για το καταναλωτικό κοινό (όπως ενδεχομένως με διαφημιστικές καμπάνιες των ενδιαφερομένων) ανοίγει ο δρόμος για νέους παίκτες στην αγορά και αλλαγή των μεριδίων μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται σε αυτή. Τυχόν κατάργηση του Προεδρικού Διατάγματος που λειτουργεί de facto ως μορφή προστατευτισμού της εγχώριας γαλακτοπαραγωγής και βιομηχανίας, θα αλλάξει άρδην τα δεδομένα στην αγορά, αφού πλέον η ευθύνη για το ποιο γάλα θα θεωρείται «φρέσκο» δεν θα αποτελεί αντικείμενο θεσμικής ρύθμισης, αλλά επιλογής marketing των ίδιων των γαλακτοβιομηχανιών και των γαλακτοκομικών επιχειρήσεων.
Θα μπορεί λόγου χάριν μια γαλακτοβιομηχανία ή ένας συνεταιρισμός γαλακτοκομικών εταιρειών να διακινούν και να τιμολογούν ανάλογα ως «φρέσκο» ένα γάλα με την επισήμανση ότι είναι «δύο ημερών», ή «τεσσάρων ημερών» ή ακόμη και 9-10 ημερών όπως ισχύει σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου δεν υπάρχει σχετικός περιορισμός ως προς την συντήρηση του γάλακτος.
Μια τέτοια εξέλιξη θα μεταβάλει βέβαια άρδην τα δεδομένα και για τους Έλληνες παραγωγούς οι οποίοι ενδέχεται να πιεστούν να δεχτούν ακόμα χαμηλότερες τιμές. Κάτι που όμως αποτελεί τάση εδώ και πολλά χρόνια αφού ως γνωστό η ελληνική επιτροπή ανταγωνισμού από το 2006 εντόπισε συνθήκες πρακτικών διαμόρφωσης ενιαίων τιμών αγοράς του γάλακτος των παραγωγών από τις ελληνικές βιομηχανίες επιβάλλοντας μεγάλα πρόστιμα. Μάλιστα έχει κινηθεί και ποινική διαδικασία η οποία εξελίσσεται αυτή την περίοδο αναφερουν παρατηρητές της αγοράς.
Υποχωρούν οι τιμές
Η ετήσια παραγωγή αγελαδινού γάλατος στην Ελλάδα υποχωρεί με ρυθμό 3-5% τα τελευταία χρόνια και έχει μειωθεί στα επίπεδα των 650.000 τόνων. Ωστόσο υπερκαλύπτει την εγχώρια ζήτηση φρέσκου γάλακτος που δεν ξεπερνά τους 330.000 τόνους ενώ υπολείπεται σημαντικά της ποσόστωσης των 850.000 τόνων που δικαιούται η χώρα στην ΕΕ. Παράλληλα την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των κτηνοτρόφων που απασχολούνται επαγγελματικά με την παραγωγή γάλακτος έχει συρρικνωθεί δραματικά και από τους περίπου 11.000 το 2001 φτάνει σήμερα τους 3.100
Η τιμή του φρέσκου αγελαδινού γάλατος στην οποία διαθέτουν οι κτηνοτρόφοι-παραγωγοί το γάλα τους στις βιομηχανίες το 2013 έχει διαμορφωθεί στα επίπεδα του 0,441 ευρώ έναντι 0,4551 το 2012 σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος και Κρέατος (ΕΛΟΓΑΚ). Υπενθυμίζεται επίσης πως η μέση τιμή λιανικής για το φρέσκο γάλα υπερβαίνει κατά 10% περίπου το ένα ευρώ το λίτρο (στοιχεία shopnsave.gr) ενώ στην Ευρώπη κινείται 10% κάτω από το ένα ευρώ
Αντίστοιχα οι τιμές των κτηνοτρόφων για το πρόβειο γάλα είναι κατά μέσο όρο 100% υψηλότερη από του αγελαδινού και για το γιδινο περί το 20% υψηλότερη. Μεγάλες είναι πάντως οι διαφορές μεταξύ γεωγραφικών περιοχών της Ελλάδας όπως όμως και η θρεπτική του αξία (περιεκτικότητα σε λίπος κλπ)
Τα μερίδια
Στην ελληνική αγορά φρέσκου γάλακτος την 1η θέση διατηρεί η Vivartia (ΔΕΛΤΑ) με μερίδιο της τάξης του 30% ενώ η ΦΑΓΕ αποφάσισε προ ετών να αποσυρθεί από την αγορά φρέσκου γάλακτος και να επικεντρωθεί στην κατηγορία γάλακτος υψηλής παστερίωσης
Στον κλάδο του γάλακτος ο οποίος το 2010 παρουσίαζε ετήσιο τζίρο περίπου 700 εκατ. ευρώ σύμφωνα με την ICAP η Vivartia μετά την εξαγορά του «γάλα εβαπορέ» από τη Nestle κατείχε το ίδιο έτος μερίδιο άνω του 30%. Η ολλανδική Friesland (ΝΟΥΝΟΥ) κατείχε το 26%, ενώ ακολουθούσαν ΦΑΓΕ και Όλυμπος με 8% και Μεβγάλ με 7%. Στο φρέσκο γάλα η Vivartia απέχει από τους ανταγωνιστές της, καθώς μέχρι και το τέλος του 2009 κατείχε το 39%, ακολουθούμενη από τον Όλυμπο (16%) και τη ΜΕΒΓΑΛ (14%). Άλλοι παίκτες στην αγορά έιναι η Δωδώνη, η Νεογάλ, η Αγνό, η Κρι-Κρι, η Μινέρβα, η Ήπειρος, η Ροδόπη, η ΕΒΟΛ και η ΑΣΤΥ. Πολλοί εξ’ αυτών βρίσκονται ήδη αντιμέτωποι με σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα λογο της κρίσης. Πληροφορίες φέρουν την αγορά προ μεγάλων εξελίξεων με πιθανή συγχώνευση πολλών εξ αυτών γύρω από σχήματα όπως ενδεχομένως της Δωδώνης η οποία έχει πουληθεί σε ξένο fund ή την Κρι-Κρι που αναπτύσσεται δυναμικά. Όμως τίποτα το χειροπιαστό δεν έχει ακόμα προκύψει στην αγορά. Εάν οι κανόνες σήμανσης του γάλατος αλλάξουν όπως για παράδειγμα ο τρόπος προσδιορισμού της διάρκειας ζωης ή η σήμανση προέλευσης, καθίσταται αντιληπτό ότι θα υπάρχουν μεγαλες μετατοπίσεις ή ανακατατάξεις μεριδίων που θα φέρουν εξελίξεις και στην επιχειρηματική σκακιέρα.
Παράλληλα η επέκταση του γάλακτος ιδιωτικής ετικέτας (private label) στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, σε χαμηλότερες τιμές από τα αντίστοιχα επώνυμα έχει αλλάξει επίσης τα δεδομένα στον κλάδο. Σημειώνεται ότι ήδη σε σούπερ μάρκετ όπως στον Βερόπουλο, στον Σκλαβενίτη, στην ΑΒ Βασιλόπουλος και στα Carrefour διατίθενται τέτοια προϊόντα. Προϊόντα που συχνά παράγουν οι μεγαλες βιομηχανίες με τα επώνυμα σήματα και.
Η αγορά τυροκομικών
Να σημειώσουμε πως οι επιχειρήσεις αυτές έχουν βέβαια δραστηριότητα και στα τυροκομικά, όπου η συνολική αξία της εγχώριας αγοράς υπολογίστηκε το 2010 στο 1,1 δισ. ευρώ, ενώ η υψηλή κατά κεφαλήν κατανάλωση (υπερβαίνει τα 25 κιλά) και η σταθερή αύξηση του μεριδίου και της αξίας των τυποποιημένων τυροκομικών, αυξάνουν περαιτέρω το ενδιαφέρον των μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου. Ήδη στον κλάδο δραστηριοποιούνται μεγάλοι όμιλοι, όπως η ΔΕΛΤΑ (Vivartia), η ΦΑΓΕ, η ΜΕΒΓΑΛ, η Τυράς, η Δωδώνη, η Κολιός, ο Όμιλος Νίκα, κ.λπ.
Η αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι μία έντονα ανταγωνιστική αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται ορισμένες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες αλλά και πλήθος μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι μεσαίου και μικρού κυρίως μεγέθους επιχειρήσεις δεν έχουν τα απαραίτητα κεφάλαια για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό με σκοπό την αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό των παραγωγικών τους εγκαταστάσεων και την τυποποίηση των προϊόντων τους. Επιπροσθέτως, αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου διανομής, με αποτέλεσμα να διοχετεύουν τα προϊόντα τους κυρίως ή αποκλειστικά στην τοπική αγορά. Αντίθετα με τις μικρές επιχειρήσεις του κλάδου, οι μεγάλες βιομηχανίες γαλακτοκομικών προϊόντων γενικότερα, διαθέτουν σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό, τον οποίο ανανεώνουν κατά διαστήματα ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις απαιτήσεις και τα νέα δεδομένα που προκύπτουν στην αγορά. Επίσης, διαθέτουν ανεπτυγμένα δίκτυα διανομής που καλύπτουν την ελληνική επικράτεια και παράλληλα έχουν τη δυνατότητα διάθεσης σημαντικών ποσών για την διαφημιστική προβολή και υποστήριξη των προϊόντων τους (προκειμένου να ενισχύουν την αναγνωρισιμότητα των εμπορικών σημάτων τους), αλλά και για έρευνα και ανάπτυξη νέων τύπων συσκευασίας – τυποποίησης των προϊόντων.