Είναι δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος για την Ευρώπη. Το περασμένο καλοκαίρι ξεκίνησε μια πολιτική μάχη μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας η οποία απείλησε να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στη μία χώρα μετά την άλλη, τα εξτρεμιστικά πολιτικά κόμματα κερδίζουν έδαφος. Και η εισβολή του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, στην πίσω αυλή της ΕΕ, έχει μετατρέψει την κοινή εξωτερική και πολιτική ασφαλείας της Ευρώπης σε ανέκδοτο.
Τώρα έρχεται η προσφυγική κρίση. Τα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ μαλώνουν για το πώς θα μοιράσουν 120.000 πρόσφυγες, τη στιγμή που περισσότεροι από το τριπλάσιο αυτού του αριθμού διέσχισαν τη Μεσόγειο στους πρώτους εννιά μήνες του 2015.
Οι πρόσφυγες καταφθάνουν μέσω στεριάς και θαλάσσης. Μόνο η Γερμανία περιμένει περίπου ένα εκατομμύριο αιτούντων ασύλου φέτος. Είναι αστείο να σκεφτεί κανείς πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα μπορέσουν να απελάσουν, ή να «επαναπατρίσουν» κατά τη διπλωματική ορολογία, οποιοδήποτε ουσιαστικό ποσοστό αυτών των αφίξεων. Σαν μια λαστιχένια μπάλα, απλά θα επιστρέψουν αναπηδώντας.
Ούτε και υπάρχει συμφωνία για το πώς θα αντιμετωπιστεί αυτή η ανθρώπινη παλίρροια. Η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ πρώτη ανακήρυξε πως η χώρα της είχε ιστορική υποχρέωση να απορροφήσει τους πρόσφυγες, προτού κάνει πίσω όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με πολιτική κριτική. Η Ουγγαρία άνοιξε τα σύνορά της, ελπίζοντας πως το ανθρώπινο κύμα θα συνέχιζε τον δρόμο του, όμως στη συνέχεια ανέγειρε έναν συρμάτινο φράχτη, όταν αποδείχτηκε πως δεν υπήρχαν πολλοί πρόθυμοι προορισμοί. Τα ανατολικοευρωπαϊκά μέλη της ΕΕ αρχικά αντιτάθηκαν στο να αναλάβουν μερίδιο από τις 120.000, ωστόσο, εξαρτώμενες από τις δημοσιονομικές μεταφορές από τα πλουσιότερα μέλη της ΕΕ, μπήκαν στη γραμμή μετά από μια διπλωματική λαβή παρόμοια με αυτήν που δόθηκε στην Ελλάδα.
Πέραν των αυξανόμενων αμφιβολιών για την ικανότητα και την αλληλεγγύη των ευρωπαίων ηγετών, η κρίση θέτει σε κίνδυνο το ενδεικτικό επίτευγμα της ΕΕ, την κοινή αγορά, η οποία εξασφαλίζει την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και ανθρώπων.
Η συμφωνία του Σένγκεν που προσφέρει ταξίδια χωρίς διαβατήριο είναι αυτό που κάνει την ελευθερία μετακίνησης για τους ανθρώπους να έχει σημασία. Ωστόσο, με δεδομένο την αδυναμία των συμμετεχόντων κρατών να ελέγξουν τα σύνορά τους με χώρες εκτός της ΕΕ, η Γερμανία και άλλα μέλη του Σένγκεν έχουν προσωρινά επαναφέρει τους ελέγχους. Πράγματι, αυτό θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω από προσωρινό μέτρο, με πολλές φωνές με επιρροή να μιλούν για κατάλυση του Σένγκεν.
Η διάλυση του Σένγκεν θα ήταν μια σημαντική οικονομική οπισθοδρόμηση. Η δυνατότητα φορτηγών και τρένων να διαπερνούν τα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ χωρίς διακοπές όχι μόνο διευκολύνει το εμπόριο, αλλά και ενθαρρύνει την ανάπτυξη τοπικών αλυσίδων προμηθειών και παραγωγικών δικτύων. Μηχανικά μέρη ενός οχήματος μπορούν να παραχθούν σε ένα κράτος-μέλος και να συναρμολογηθούν σε ένα άλλο, και στη συνέχεια το τελικό προϊόν να παραδοθεί στην αγορά. Σε μία περίοδο που η Ευρώπη παλεύει να ενισχύσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, η επαναφορά των συνοριακών ελέγχων θα ήταν σοβαρό χτύπημα.
Η ειρωνεία είναι πως αυτό είναι ακριβώς το είδος της κρίσης για την αντιμετώπιση του οποίου δημιουργήθηκε η ΕΕ. Η επίλυση του προβλήματος της ασφάλειας των συνόρων απαιτεί από τις ευρωπαϊκές χώρες να συνεργαστούν. Από μόνες τους χώρες όπως η Ελλάδα έχουν περιορισμένα κίνητρα να επενδύσουν σε ελέγχους εφόσον οι πρόσφυγες απλά τις προσπερνούν. Την ίδια στιγμή, μονομερείς ενέργειες από χώρες όπως η Ουγγαρία, οι οποίες δεν είναι έτοιμες να διαχειριστούν ούτε τους διαπερνώντες μετανάστες, καταλήγουν απλά να αλλάζουν την πορεία της ροής.
Η ΕΕ έχει έναν οργανισμό που ονομάζεται Frontex για να συντονίζει και να ενισχύει τις πολιτικές ελέγχου των εθνικών συνόρων. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις δεν του έχουν επιτρέψει να εκδώσει οδηγίες προς τις εθνικές αρχές. Εάν πρόκειται να επιλυθεί η κρίση, αυτό θα χρειαστεί να αλλάξει.
Το ίδιο ισχύει και για την επανεγκατάσταση. Η Γερμανία και η Σουηδία δεν μπορούν να είναι οι μοναδικοί προορισμοί για όλες τις αφίξεις προσφύγων. Η κατανομή του βάρους είναι απαραίτητη αν θέλουμε τα κόστη να είναι υποφερτά.
Κατ’ αρχήν, το περίγραμμα μιας συμφωνίας δεν είναι δύσκολο να διαμορφωθεί. Η Γερμανία μπορεί να παρέχει χρήματα και εργατικό δυναμικό για να εξασφαλίσει τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Οι γείτονές της μπορούν να συμφωνήσουν στη συνέχεια να υποδεχτούν περισσότερους πρόσφυγες και να τους προσφέρουν πραγματικές οικονομικές ευκαιρίες, ως κίνητρο για να μείνουν.
Η δημιουργία αρχών που θα ενισχύσουν την ασφάλεια των συνόρων και θα επανεγκαταστήσουν τους πρόσφυγες θα απαιτήσει από την Ευρώπη να κάνει ένα ακόμη βήμα προς την βαθύτερη πολιτική ενοποίηση, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται σε επίπεδο ΕΕ και όχι εθνικό. Μπορεί να υπάρξει δισταγμός γι’ αυτές τις σκέψεις, όμως δεν υπάρχει άλλη επιλογή εάν η Ευρώπη θέλει να ελπίζει πως θα λύσει το πρόβλημα.
Περισσότερο συρματόπλεγμα στα σύνορα δεν είναι μια καλή απάντηση. Η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει τις συνθήκες που οδηγούν τους κατοίκους των μαστιζόμενων από πολέμους και χτυπημένων από τη φτώχεια χωρών να τις εγκαταλείψουν. Μέχρι τώρα, η ΕΕ υπήρξε θεαματικά αναποτελεσματική στην προσφορά βοήθειας, διπλωματίας και στρατευμάτων για να αντιμετωπίσει τις συγκρούσεις στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Συγκεκριμένα, η Γερμανία, η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ, έχει διστάσει να συμβάλει με στρατιωτικές δυνάμεις, πόρους ή ακόμη και στρατηγικές συμβουλές, σκεφτόμενη τη σκοτεινή στρατιωτική της ιστορία. Η Μέρκελ, παρά την εμπλοκή της στις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία, έχει υποκύψει στις ιστορικά ριζωμένες ενστάσεις του γερμανικού λαού σε βαθύτερες εξωτερικές παρεμβάσεις.
Αυτού του είδους η επιφυλακτικότητα δεν είναι πλέον αποδεκτή. Ένας από τους λόγους του ευρωπαϊκού σχεδίου ήταν πάντα να επιτραπεί στη Γερμανία να επιδείξει διπλωματική και στρατιωτική δύναμη στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερες, πανευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο, τόσο οι γερμανοί όσο και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι θα μπορούν να εμπιστευτούν τη Γερμανία ως μια θετική δύναμη αλλαγής. Αν όχι τώρα, αναρωτιέται κανείς, πότε;