Η πανδημία του κορωνοϊού αποτελεί μια ανθρώπινη τραγωδία που θα μπορούσε να πάρει βιβλικές διαστάσεις. Πολλοί άνθρωποι σήμερα ζουν φοβούμενοι για τη ζωή τους ή πενθώντας αγαπημένα τους πρόσωπα. Οι ενέργειες των κυβερνήσεων προκειμένου να αποτρέψουν την κατάρρευση των συστημάτων υγείας είναι τολμηρές και αναγκαίες και πρέπει να υποστηριχθούν.
Όλες αυτές οι ενέργειες όμως έχουν κι ένα τεράστιο και αναπόφευκτο οικονομικό κόστος. Παρ’ όλο που πολλοί αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να μην έχουν καν τα προς το ζην. Καθημερινά οι ειδήσεις σχετικά με την οικονομία γίνονται όλο και πιο δυσάρεστες. Οι εταιρείες αντιμετωπίζουν απώλειες εισοδήματος σε όλους τους τομείς της οικονομίας, ενώ πολλές ήδη μειώνουν και απολύουν εργαζόμενους. Η βαθιά ύφεση φαίνεται μάλλον αναπόφευκτη.
Η πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι το πώς να δράσουμε με ισχύ και ταχύτητα με σκοπό να εμποδίσουμε την πτώση να μεταμορφωθεί σε μια παρατεταμένη ύφεση, η οποία θα γίνει βαθύτερη εξαιτίας ενός πλήθους αποτυχιών που θα προκαλέσουν ανεπανόρθωτες βλάβες. Είναι ήδη ξεκάθαρο ότι η αντίδραση πρέπει να συνεπάγεται σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους. Η απώλεια εισοδήματος από τον ιδιωτικό τομέα – και κάθε χρέους για την κάλυψη του χάσματος – πρέπει τελικά να απορροφηθεί ολοκληρωτικά ή εν μέρει από τους δημοσιονομικούς ισολογισμούς. Τα πολύ υψηλότερα ποσοστά δημόσιου χρέους θα αποτελέσουν μόνιμο χαρακτηριστικό της οικονομίας μας και θα συνοδεύονται από ακύρωση του ιδιωτικού χρέους.
Ο σωστός ρόλος του κράτους είναι να αξιοποιήσει τον δημοσιονομικό ισολογισμό του για να προστατεύσει τους πολίτες και την οικονομία του από τους κραδασμούς για τους οποίους δεν είναι υπεύθυνος ο ιδιωτικός τομέας και ούτε είναι σε θέση να απορροφήσει. Τα κράτη ενεργούσαν πάντα έτσι σε καταστάσεις εθνικής έκτακτης ανάγκης. Οι πόλεμοι – το πιο σχετικό προηγούμενο παράδειγμα – χρηματοδοτήθηκαν από την αύξηση του δημόσιου χρέους. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ιταλία και τη Γερμανία το 6 – 15% των πραγματικών δαπανών για τον πόλεμο χρηματοδοτήθηκε από φόρους. Στην Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Ρωσία και τη Γαλλία καμιά από τις συνεχείς δαπάνες του πολέμου δεν προήλθε από φόρους. Σε όλο τον κόσμο, η φορολογική βάση υποβαθμίστηκε από τις ζημιές και την πολεμική στρατολόγηση. Σήμερα, αυτό οφείλεται στον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι εξαιτίας της πανδημίας και το κλείσιμο των επιχειρήσεων.
Το βασικό ερώτημα δεν είναι αν αλλά το πώς το κράτος πρέπει να χρησιμοποιήσει ορθά τον δημοσιονομικό ισολογισμό του. Προτεραιότητα δεν πρέπει να είναι μόνο η κάλυψη του βασικού εισοδήματος για όσους χάνουν τη δουλειά τους. Κυρίως πρέπει να προστατέψουμε τους εργαζόμενους ώστε να μην χάσουν τη δουλειά τους. Αν δεν συμβεί αυτό, θα βγούμε από την κρίση με μόνιμα μικρότερο εργατικό δυναμικό, καθώς οι οικογένειες και οι επιχειρήσεις θα προσπαθούν να βελτιώσουν τον ισολογισμό τους και να αποκαταστήσουν τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία τους.
Οι επιδοτήσεις απασχόλησης και ανεργίας και η αναβολή της καταβολής φόρων είναι σημαντικά βήματα που έχουν ήδη υιοθετηθεί από πολλές κυβερνήσεις. Ωστόσο, η προστασία της απασχόλησης και της παραγωγικής ικανότητας σε μια περίοδο τεράστιας απώλειας εισοδήματος απαιτεί άμεση υποστήριξη της ρευστότητας. Αυτό είναι απαραίτητο ώστε να καταφέρουν όλες οι επιχειρήσεις να καλύψουν τα λειτουργικά τους έξοδα κατά τη διάρκεια της κρίσης είτε πρόκειται για μεγάλες επιχειρήσεις, είτε για μικρότερες και μεσαίες, είτε για αυτοαπασχολούμενους. Αρκετές κυβερνήσεις έχουν ήδη υιοθετήσει μέτρα για τη διοχέτευση ρευστότητας στις επιχειρήσεις. Χρειάζεται πάντως μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση.
Αν και οι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν διαφορετικές οικονομικές και βιομηχανικές δομές, ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να επιδιορθωθεί άμεσα κάθε ρωγμή στην οικονομία είναι να ενεργοποιήσουν πλήρως όλα τα χρηματοπιστωτικά συστήματα τους: την αγορά ομολόγων, κυρίως για τις μεγάλες επιχειρήσεις, τα τραπεζικά συστήματα, και σε ορισμένες χώρες το ταχυδρομικό σύστημα για όλους τους άλλους. Βέβαια, αυτό πρέπει να γίνει άμεσα και χωρίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις. Ειδικότερα οι τράπεζες επεκτείνονται σε ολόκληρη την οικονομία και μπορούν να διοχετεύσουν χρήματα άμεσα επιτρέποντας την υπερανάληψη ή το άνοιγμα πιστωτικών διευκολύνσεων.
Οι τράπεζες πρέπει να δανείζουν γρήγορα κεφάλαια με μηδενικό κόστος σε εταιρείες που μπορούν να διασώσουν θέσεις εργασίας. Δεδομένου ότι με αυτό τον τρόπο μετατρέπονται σε μέσο έκφρασης για τη δημόσια πολιτική, το κεφάλαιο που χρειάζονται για την εκτέλεση αυτού του καθήκοντος πρέπει να παρέχεται από την κυβέρνηση με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων για όλες τις επιπλέον υπεραναλήψεις ή δάνεια. Κανένας ρυθμιστικός κανόνας ούτε κανόνας εγγύησης δεν πρέπει να εμποδίσει τη δημιουργία του χώρου που απαιτείται για τους τραπεζικούς ισολογισμούς για τον σκοπό αυτό. Επιπλέον, το κόστος αυτών των εγγυήσεων δεν πρέπει να βασίζεται στον πιστωτικό κίνδυνο της εταιρείας που τις λαμβάνει, αλλά θα πρέπει να είναι μηδενικό ανεξαρτήτως από το κόστος χρηματοδότησης της κυβέρνησης που τις εκδίδει.
Ωστόσο, οι εταιρείες δεν θα βασίζονται στη στήριξη της ρευστότητας μόνο και μόνο επειδή η πίστωση είναι φθηνή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στις επιχειρήσεις με ανεκτέλεστες παραγγελίες, οι απώλειες ίσως είναι αναστρέψιμες και στη συνέχεια να μπορούν να αποπληρώσουν το χρέος. Σε άλλους τομείς κατά πάσα πιθανότητα κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί.
Τέτοιες εταιρείες είναι πιθανό να εξακολουθούν να είναι σε θέση να απορροφήσουν την κρίση για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και να αυξήσουν το χρέος προκειμένου να διατηρήσουν τους εργαζομένους τους. Ωστόσο, οι συσσωρευμένες απώλειες ενδέχεται στη συνέχεια να επηρεάσουν την επενδυτική τους ικανότητα. Επιπλέον, σε περίπτωση που η επιδημία και το lockdown έχουν μεγάλη διάρκεια, στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να διατηρήσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα μόνο αν τελικά ακυρωθεί το χρέος που είχε αυξηθεί με σκοπό να διατηρήσουν τους εργαζόμενούς τους τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Είτε οι κυβερνήσεις θα αποζημιώσουν τους δανειολήπτες για τις δαπάνες τους, είτε οι δανειολήπτες θα αποτύχουν και οι εγγυήσεις θα αποπληρωθούν από την κυβέρνηση. Αν ο ηθικός κίνδυνος μπορεί να περιοριστεί, το πρώτο είναι ωφελιμότερο για την οικονομία. Το δεύτερο ίσως είναι λιγότερο επιβαρυντικό για τον προϋπολογισμό. Και στις δύο περιπτώσεις οι κυβερνήσεις θα απορροφήσουν μεγάλο μέρος των απωλειών του εισοδήματος που θα προκληθεί από το γενικό «λουκέτο», αν θέλουν να προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας και το δυναμικό τους.
Τα ποσοστά του δημόσιου χρέους θα αυξηθούν. Η εναλλακτική λύση – δηλαδή η μόνιμη καταστροφή της παραγωγικής ικανότητας και κατά συνέπεια της οικονομικής βάσης – θα ήταν πολύ πιο επιζήμια για την οικονομία και τελικά για την κρατική πίστη. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι δεδομένου του σημερινού και πιθανόν του μελλοντικού ποσοστού των επιτοκίων, αυτή η αύξηση του δημόσιου χρέους δεν θα αυξήσει το κόστος υπηρεσιών.
Από ορισμένες απόψεις, η Ευρώπη είναι καλά εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει αυτή την τεράστια κρίση. Διαθέτει μια ισχυρή οικονομική δομή ικανή να διοχετεύει κεφάλαια σε κάθε τομέα της οικονομίας που έχει ανάγκη. Διαθέτει ακόμα έναν ισχυρό δημόσιο τομέα ικανό να συντονίσει μια ταχεία πολιτική τακτική. Η ταχύτητα είναι απολύτως απαραίτητη για να υπάρξει αποτέλεσμα.
Καθώς είναι αντιμέτωπη με απρόβλεπτες καταστάσεις, η αλλαγή νοοτροπίας είναι τόσο απαραίτητη στη συγκεκριμένη κρίση όσο θα ήταν και σε καιρό πολέμου. Η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι κυκλική. Η απώλεια εισοδήματος δεν οφείλεται στα λάθη κανενός από όσους υποφέρουν από αυτή. Το αντίτιμο των ενδοιασμών ίσως είναι μη αναστρέψιμο. Τα βάσανα των Ευρωπαίων στη δεκαετία του 1920 είναι αρκετά για να αποτελέσουν προειδοποίηση.
Η ταχύτητα της υποβάθμισης των ιδιωτικών ισολογισμών – η οποία προκαλείται από το «λουκέτο» στην οικονομία που είναι αναπόφευκτο και επιθυμητό ταυτόχρονα – πρέπει να συγχρονιστεί με την ταχύτητα ανάπτυξης των δημοσιονομικών ισολογισμών, την κινητοποίηση των τραπεζών και, εφόσον είμαστε Ευρωπαίοι, την αλληλοϋποστήριξη για την επιδίωξη εκείνου που προφανώς αποτελεί κοινό στόχο.