Κανείς δεν θα πρέπει να περιμένει ότι η πανδημία θα αλλάξει – και πολύ λιγότερο θα αντιστρέψει – τις τάσεις που ήταν ξεκάθαρες και πριν από την κρίση. Ο νεοφιλελευθερισμός θα συνεχίσει την πορεία του προς τον αργό θάνατο, οι λαϊκιστές ηγέτες θα γίνουν ακόμα πιο απολυταρχικοί και η αριστερά θα συνεχίσει να αγωνίζεται να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα που θα απευθύνεται στην πλειοψηφία των ψηφοφόρων.
Οι κρίσεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: εκείνες για τις οποίες δεν θα μπορούσαμε να προετοιμαστούμε γιατί κανείς δεν τις είχε προβλέψει, και εκείνες για τις οποίες θα έπρεπε να είμαστε προετοιμασμένοι γιατί ήταν αναμενόμενες. Το ξέσπασμα του COVID-19 ανήκει στη δεύτερη κατηγορία ασχέτως από το τι λέει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump προκειμένου να αποφύγει τις ευθύνες του για την καταστροφή. Παρ’ όλο που ο κορωνοϊός είναι ένας καινούριος ιός και η ακριβής χρονική στιγμή του ξεσπάσματος δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί, οι ειδικοί γνώριζαν ότι μια τέτοιου είδους πανδημία ήταν πιθανή.
Ο SARS, ο MERS, ο H1N1, ο Ebola και άλλες πανδημίες είχαν δώσει αρκετά δείγματα πρωτύτερα. Πριν από 15 χρόνια, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναθεώρησε και αναβάθμισε το παγκόσμιο πλαίσιο αντιμετώπισης επιδημιών προσπαθώντας να εντοπίσει τα μειονεκτήματα όσον αφορά την αντιμετώπιση παγκοσμίως κατά τη διάρκεια εμφάνισης του SARS το 2003.
Το 2016, η Παγκόσμια Τράπεζα ξεκίνησε έναν Μηχανισμό Χρηματοδότησης Έκτακτης Ανάγκης από Πανδημία με σκοπό να προσφέρει βοήθεια σε χώρες με χαμηλό εισόδημα ενόψει διασυνοριακών κρίσεων στον τομέα της υγείας. Πιο συγκεκριμένα, λίγους μήνες πριν από την εμφάνιση του COVID-19 στην πόλη Wuhan της Κίνας, μια κυβερνητική έκθεση των ΗΠΑ είχε προειδοποιήσει την κυβέρνηση Trump σχετικά με την πιθανότητα μιας πανδημίας γρίπης στην ίδια κλίμακα που συνέβη πριν από 100 χρόνια και η οποία οδήγησε στον θάνατο περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Ακριβώς όπως συνέβη και με την κλιματική αλλαγή, ο COVID-19 ήταν μια κρίση που αναμενόταν ότι θα συμβεί. Η αντιμετώπιση στις ΗΠΑ ήταν ιδιαίτερα καταστροφική. Ο Trump υποτίμησε τη σοβαρότητα της κρίσης για εβδομάδες. Μέχρι τη στιγμή που τα κρούσματα και οι νοσηλευόμενοι αυξηθήκαν πολύ σε αριθμούς, η χώρα είχε ήδη πολύ σοβαρές ελλείψεις σε τεστ, μάσκες, αναπνευστήρες και άλλο υγειονομικό υλικό.
Οι ΗΠΑ δεν ζήτησαν τα τεστ που διάθετε ο ΠΟΥ και δεν κατάφερε να παράγει έγκαιρα αξιόπιστα τεστ. Ο Trump αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει την εξουσία του για να ζητήσει ιατρικό υλικό από ιδιώτες παραγωγούς, αναγκάζοντας έτσι τα νοσοκομεία και τις κρατικές αρχές να κάνουν αγώνα δρόμου και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να εξασφαλίσουν τις προμήθειές τους.
Οι καθυστερήσεις στην πραγματοποίηση τεστ και στην επιβολή lockdown ήταν επιζήμιες και στην Ευρώπη, αφού το τίμημα που πληρώνει η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Βρετανία είναι υψηλό. Ορισμένες χώρες στην Ανατολική Ασία αντιμετώπισαν το πρόβλημα πολύ καλύτερα. Η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ φαίνεται ότι ελέγχουν την εξάπλωση του ιού με έναν συνδυασμό τεστ, ιχνηλάτησης και αυστηρών μέτρων απομόνωσης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διαφορές στο εσωτερικό των χωρών. Για παράδειγμα, στη Βόρεια Ιταλία το Βένετο αντιμετώπισε την κρίση πολύ καλύτερα από τη γειτονική Λομβαρδία, εξαιτίας κυρίως των πιο εκτεταμένων τεστ και της έγκαιρης επιβολής περιορισμού μετακινήσεων. Στις ΗΠΑ, οι γειτονικές πολιτείες του Κεντάκι και του Τενεσί ανέφεραν τα πρώτα κρούσματα COVID-19 μέσα στην ίδια ημέρα. Μέχρι το τέλος Μαρτίου, το Κεντάκι είχε μόνο το ένα τέταρτο του αριθμού των κρουσμάτων του Τενεσί, επειδή η πολιτεία δήλωσε πιο γρήγορα κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έκλεισε τους δημόσιους χώρους.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της κρίσης ακολούθησε μια πορεία που θα μπορούσε να προβλεφθεί από τη διακυβέρνηση των διάφορων χωρών. Η ακατάλληλη, αδέξια, ναρκισσιστική προσέγγιση του Trump στη διαχείριση της κρίσης δεν αποτέλεσε έκπληξη όσους θανάτους κι αν προκάλεσε. Με τον ίδιο τρόπο, ο ματαιόδοξος και ασταθής πρόεδρος της Βραζιλίας Jair Bolsonaro συνέχισε – όπως ήταν αναμενόμενο – να υποτιμά τον κίνδυνο.
Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις αντιμετώπισαν την κρίση πιο γρήγορα και αποτελεσματικά σε περιοχές που εξακολουθούσαν να κερδίζουν την εμπιστοσύνη του λαού όπως στη Νότια Κορέα, τη Σιγκαπούρη και την Ταϊβάν.
Η αντιμετώπιση της Κίνας ήταν κλασσικά κινεζική: απόκρυψη πληροφοριών σχετικά με τα κρούσματα, μεγάλος κοινωνικός έλεγχος και μαζική ενεργοποίηση πόρων όταν ο κίνδυνος έγινε πιο ορατός. Το Τουρκμενιστάν απαγόρευσε τη χρήση της λέξης «κορωνοϊός», καθώς και τη χρήση μάσκας δημόσια. Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Viktor Orbán κεφαλαιοποίησε την κρίση ισχυροποιώντας τη δύναμή του και διαλύοντας το κοινοβούλιο αφού ανέλαβε ο ίδιος έκτακτες εξουσίες χωρίς χρονικό περιορισμό.
Φαίνεται πάντως ότι η κρίση έκανε πιο έντονα τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της πολιτικής της κάθε χώρας. Στην πραγματικότητα, οι χώρες μετατράπηκαν σε μια υπερβολική εκδοχή του εαυτού τους. Αυτό υποδηλώνει ότι η κρίση μπορεί να αποδειχτεί λιγότερο σημαντική στην παγκόσμια πολιτική και οικονομία απ’ όσο πολλοί υποστήριξαν. Αντί να θέσει τον κόσμο σε διαφορετική τροχιά, είναι πιθανότερο να εντείνει και να εδραιώσει τις ήδη υπάρχουσες τάσεις.
Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως η κρίση που περνάμε σήμερα, δημιουργούν τη δική τους «προκατάληψη επιβεβαίωσης»: δηλαδή στην πανωλεθρία του COVID-19 βλέπουμε μια επιβεβαίωση της δικής μας κοσμοθεωρίας και είναι πιθανό να παρατηρήσουμε τα πρώτα σημάδια μιας μελλοντικής οικονομικής και πολιτικής τάξης που επιθυμούσαμε εδώ και καιρό.
Έτσι λοιπόν, όσοι επιθυμούν περισσότερα κυβερνητικά και δημόσια αγαθά θα έχουν πολλούς λόγους να πιστεύουν ότι η κρίση δικαιολογεί αυτή την πεποίθηση. Όσοι πάλι είναι σκεπτικοί απέναντι στην κυβέρνηση και κατακρίνουν την ανικανότητά της, θα δουν επίσης τις παλαιότερες απόψεις τους να επιβεβαιώνονται. Όσοι θέλουν σε μεγαλύτερο βαθμό μια παγκόσμια διακυβέρνηση, υποστηρίζουν ότι ένα ισχυρότερο διεθνές καθεστώς δημόσιας υγείας θα μπορούσε να είχε μειώσει τις απώλειες της πανδημίας. Τέλος, όσοι επιζητούν ισχυρότερα κράτη-έθνη, θα επισημάνουν τους πολλούς τρόπους με τους οποίους ο ΠΟΥ φαίνεται ότι δεν χειρίστηκε σωστά την αντιμετώπιση του ιού (για παράδειγμα, δίνοντας αξία στους επίσημους ισχυρισμούς της Κίνας ή αντιτιθέμενος στις απαγορεύσεις μετακινήσεων καθώς και στη χρήση μάσκας).
Με λίγα λόγια, ο COVID-19 μάλλον δεν θα αλλάξει – και πολύ λιγότερο δεν θα αντιστρέψει – τις τάσεις που είχαν εμφανιστεί πριν από την κρίση. Ο νεοφιλελευθερισμός θα συνεχίσει την πορεία του προς τον αργό θάνατο και οι λαϊκιστές ηγέτες θα γίνουν ακόμα πιο απολυταρχικοί. Η υπερ-παγκοσμιοποίηση θα παραμείνει σε θέση άμυνας καθώς τα κράτη-έθνη θα διεκδικούν ξανά τον πολιτικό τους χώρο. Η Κίνα και οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν τον πόλεμο μεταξύ τους. Η μάχη στα κράτη-έθνη μεταξύ των ολιγαρχών, των απολυταρχικών λαϊκιστών και των φιλελεύθερων διεθνιστών θα ενταθεί και η αριστερά θα συνεχίσει να αγωνίζεται να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα που θα απευθύνεται στην πλειοψηφία των ψηφοφόρων.
Άρθρο του DANI RODRIK