Η πρόσφατη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ, που ψηφίστηκε στη Βουλή στις 14/7, αναζωπύρωσε το διάλογο σχετικά με τις αδυναμίες και τις αρετές των ελληνικών πανεπιστημίων, αναδεικνύοντας προτάσεις για τρόπους αντιμετώπισης των αδυναμιών και αξιοποίησης των δυνατοτήτων τους.
Μέρος του αυτού του διαλόγου ξεκινά από τη διαπίστωση πως η θέση των πανεπιστημίων στις διεθνείς κατατάξεις είναι χαμηλή, και, με αυτή την αφετηρία, εμφανίζεται το συμπέρασμα πως η ποιότητα των πανεπιστημίων είναι χαμηλή. Στο κείμενο αυτό, θα δούμε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Θα περίμενε κανείς πως η ποιότητα των πανεπιστημίων είναι ανάλογη του επιπέδου της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας, της ποιότητας των θεσμών και γενικά της οικονομικής της δυναμικής. Η Ελλάδα είναι 33η μεταξύ των 39 χωρών μελών του ΟΟΣΑ ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και 32η ως προς το Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, ο οποίος, εκτός από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ συνεκτιμά παράγοντες όπως το προσδόκιμο ζωής και το μορφωτικό επίπεδο. Οι επιδόσεις των πανεπιστημίων είναι πολύ καλύτερες από αυτό που αντιστοιχεί στη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας μας.
Το Σχήμα 1 εμφανίζει τον αριθμό των πανεπιστημίων των χωρών μελών του ΟΟΣΑ, τα οποία περιλαμβάνονται στα πρώτα 1.000 διεθνώς (το σύνολο των πανεπιστημίων ξεπερνά τα 30.000). Οι μετρήσεις βασίζονται στη γνωστή αξιολόγηση QS World University Rankings, για το 2021.
Βλέπουμε πως η Ελλάδα είναι στην 27η θέση μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ, μια θέση αισθητά καλύτερη σε σχέση το συνολικό οικονομικό και αναπτυξιακό της επίπεδο. Ωστόσο, αυτή η κατάταξη δεν συνεκτιμά το ύψος των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση, οι οποίες είναι καθοριστικές για την ποιότητα και την ποσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Επίσης, η συμπερίληψη των δημόσιων δαπανών στην ανάλυσή μας αποτελεί συνεισφορά στο δημοφιλές πολιτικό ερώτημα για στη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα της φορολόγησης των πολιτών για τη χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η Ελλάδα δαπανά το 0,7% του ΑΕΠ της για τα πανεπιστήμια, ποσοστό χαμηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Το Σχήμα 2 δείχνει τον αριθμό των πανεπιστημίων στα πρώτα 1.000, διαιρεμένο με τα χρηματικά ποσά (δισ. δολάρια ΗΠΑ) που επενδύονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η Ελλάδα ανεβαίνει στη 10η θέση, πολύ ανώτερα από το συνολικό αναπτυξιακό της επίπεδο (κατά κεφαλήν ΑΕΠ και Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης).
Αυτές οι κατατάξεις βασίζονται σε έξι κριτήρια: διεθνής φήμη, φήμη μεταξύ των εργοδοτών, αριθμητική σχέση διδασκόντων προς φοιτητές, αριθμός αναφορών στο ερευνητικό έργο, ποσοστό αλλοδαπών καθηγητών και ποσοστό αλλοδαπών φοιτητών. Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν ελάχιστους αλλοδαπούς καθηγητές και φοιτητές, για λόγους που αφορούν κυρίως τη γλώσσα (επομένως, οι αναπόφευκτα χαμηλές επιδόσεις των πανεπιστημίων μας σ’ αυτά τα κριτήρια δεν έχουν μεγάλη σχέση με τη συνολική ποιότητά τους). Επιπλέον, σχετικά με τη φήμη μεταξύ των εργοδοτών, τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν μπορούν, εκ των πραγμάτων, να ανταγωνιστούν πανεπιστήμια που -για χωρικούς, τουλάχιστον, λόγους- στέλνουν ευκολότερα τους αποφοίτους τους σε διεθνώς επιφανέστερους εργοδότες. Ο απόφοιτος ενός πανεπιστημίου στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη είναι πιθανότερο να πιάσει δουλειά σε ένα διεθνώς πασίγνωστο εργοδότη, σε σχέση με τον απόφοιτο του πανεπιστημίου που εδρεύει στην Ελλάδα, για λόγους που αφορούν τη γεωγραφία.
Με δεδομένες αυτές τις γενικά αναπόδραστες αδυναμίες των ελληνικών πανεπιστημίων, πώς εξηγείται η διεθνής τους καταξίωση; Η απάντηση εδράζεται στις ερευνητικές τους επιδόσεις. Αναζήτησα στοιχεία επιστημονικών δημοσιεύσεων και αντίστοιχων επιστημονικών αναφορών (citations) στο αναλυτικό περιβάλλον της SCImago, η οποία αντλεί δεδομένα από την ευρύτατη βάση επιστημονικών δημοσιεύσεων Scopus. Η έρευνα περιλαμβάνει πολλά πράγματα πέρα από δημοσιεύσεις και αναφορές, αλλά αυτά τα στοιχεία αποτελούν μια ωφέλιμη αφετηρία.
Διαιρώντας τη συνολική επιστημονική παραγωγή κάθε χώρας-μέλους του ΟΟΣΑ με τη δημόσια δαπάνη για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, βλέπουμε πως η Ελλάδα είναι στη δεύτερη θέση (!), την ξεπερνά μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο (Σχήμα 3). Το ίδιο ισχύει και για τις αναφορές στο επιστημονικό έργο: η Ελλάδα είναι δεύτερη μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, σταθμίζοντας την απήχηση του επιστημονικού έργου με την κρατική χρηματοδότηση (Σχήμα 4).
Συνοψίζοντας, ενώ η Ελλάδα δεν βρίσκεται μεταξύ των πρώτων 30 χωρών σε όρους βιοτικού και αναπτυξιακού επιπέδου, διαπρέπει ως προς την παραγωγικότητα και την απήχηση του ερευνητικού έργου των πανεπιστημίων. Σε συνθήκες ιδιαίτερα αντίξοες ως προς τις υποδομές, τη χρηματοδότηση και το ρυθμιστικό πλαίσιο, οι ερευνήτριες και οι ερευνητές των ελληνικών πανεπιστημίων συμβάλλουν καθοριστικά στην καταξίωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διεθνώς.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως στο ελληνικό πανεπιστήμιο όλα βαίνουν καλώς, κάθε άλλο. Δείχνουν, όμως, πως η κουβέντα και η εκπαιδευτική πολιτική για τα πανεπιστήμια πρέπει να ξεκινά κυρίως από την αξιοποίηση των επιτυχιών, αντί να ξεκινά από τη συνολική τους καταδίκη, όπως ενίοτε γίνεται.
Ο Ανδρέας Ανδρικόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα βιβλία του Κρίση και Ρεαλισμός (2015) και Κοινωνική Χρηματοοικονομική (2019) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Προπομπός.