Image default
Opinion LEADERS

PISA, σχολικές επιδόσεις και το προφανές – Α. Ανδρικόπουλος

Ομολογουμένως ανορθόδοξα, ξεκινώ καταρρίπτοντας τον τίτλο: τίποτα δεν είναι προφανές και εύκολο στην ανάλυση των επιδόσεων των μαθητών. Επομένως, οι αναλύσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής και των αποτελεσμάτων της πρέπει να πάντα επιφυλακτικές και εστιασμένες με προσοχή. Ωστόσο, πρέπει να αντικρύζουμε με ευθύτητα τους παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού έργου στα σχολεία και, επομένως, διαμορφώνουν την αναπτυξιακή μας δυναμική.

Αφορμή για το κείμενο αυτό είναι η δημοσίευση της έκθεσης PISA του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) τον περασμένο Δεκέμβριο. Η έκθεση μετρά τις επιδόσεις δεκαπεντάχρονων παιδιών στα μαθηματικά, την ανάγνωση και τις επιστήμες σε ένα διεθνές δείγμα χωρών, που περιλαμβάνει κυρίως τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ (οι οποίες είναι, ως επί το πλείστον, οι πιο αναπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη). Οι Έλληνες μαθητές διαπιστώθηκε πως βρίσκονται σημαντικά κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (8% μικρότερες επιδόσεις από το μέσο όρο στην ανάγνωση, 9% στα μαθηματικά). Στην έκθεση που εκδόθηκε το 2009, οι επιδόσεις μας ήταν καλύτερες: 2% κάτω του μέσου όρου στην ανάγνωση. 6% κάτω του μέσου όρου στα μαθηματικά). Για να προλάβω τυχόν άστοχες απογοητεύσεις, οι μαθησιακές επιδόσεις κάτω του μέσου όρου (των αναπτυγμένων οικονομιών) είναι χαρακτηριστικό μιας οικονομίας με εισόδημα κάτω του μέσου όρου (των αναπτυγμένων οικονομιών). 

Ενώ είναι σύνθετη και πάντα πολιτική υπόθεση το σχολείο και η μαθησιακή προκοπή, γενικά οι μαθησιακές επιδόσεις τείνουν να είναι ανάλογες του εισοδήματος. Η έκθεση PISA αναφέρει πως το 62% της διαφοράς των μαθητικών επιδόσεων από χώρα σε χώρα οφείλεται σε διαφορές των χωρών ως προς το ΑΕΠ, ενώ το 54% της διαφοράς των μαθητικών επιδόσεων οφείλεται σε διαφορές των χωρών ως προς τις δαπάνες τους για την παιδεία. Ας δούμε τι κάνει η Ελλάδα σε αυτά τα θέματα.

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 32.173 δολάρια ΗΠΑ το 2008 και 20.732 το 2022. Η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη του δείκτη Human Development Index -ο δείκτης συνεκτιμά εισόδημα, προσδόκιμο ζωής και εκπαίδευση- ήταν 25η το 2009 και 33η το 2021. Τα άτομα στα όρια της φτώχειας αποτελούν το 26,3% του πληθυσμού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν οριακά πάνω από το 20%. Η ευημερία μειώθηκε, ξεκάθαρα. Ενώ η οικονομία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά από το 2017 και μετά, είμαστε ακόμα πιο πίσω από εκεί βρισκόμασταν προ κρίσης.

Ειδικά ως προς την εκπαίδευση,  οι κυβερνητικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ έμειναν περίπου σταθερές μεταξύ του 2009 ως το 2022 (από 4,2% μειώθηκαν στο 4,1%). Ωστόσο, σε ονομαστικές τιμές, το ΑΕΠ είναι μικρότερο κατά περισσότερο από 25%, οπότε αντίστοιχα μειωμένες είναι οι κυβερνητικές δαπάνες για την παιδεία. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι κυβερνητικές δαπάνες μας για την παιδεία είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για την παιδεία (4,8% είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος). Ενδεικτικά, η Φινλανδία που συχνά συλλέγει επαίνους για το εκπαιδευτικό της σύστημα, δαπανά 5,7% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση (30% περισσότερο από εμάς, σε ποσοστιαίους όρους.).

Ενώ τα μαθησιακά αποτελέσματα των σχολικών προγραμμάτων δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο σε οικονομικούς όρους, τα οικονομικά στοιχεία είναι εύγλωττα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε βελτίωση των αποτελεσμάτων στα σχολεία μειώνοντας τη δαπάνη για την παιδεία, δεν μπορούμε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στα σχολεία χωρίς οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία. Όλα αυτά πάνε μαζί (όχι πάντα ταυτόχρονα, αλλά προς την ίδια κατεύθυνση).

Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο αποτέλεσε ο δημόσιος διάλογος για τα σχολεία, ο οποίος ακολούθησε τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων της PISA τον περασμένο Δεκέμβριο. Για άλλη μια φορά, κατηγορήθηκε το δημόσιο σχολείο ως «σπάταλο» και «χρεοκοπημένο», συχνά σε σύγκριση με τις αρετές του ιδιωτικού σχολείου. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, ωστόσο, το δημόσιο σχολείο ακολουθεί τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας και της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η μείωση των δαπανών για την παιδεία στο πλαίσιο της λιτότητας 2010-2018 δεν μπορούσε παρά να έχει επιπτώσεις στην ποιότητα των εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες, και τις βλέπουμε τώρα. Σε αντίθεση με όσα ευαγγελίζονταν τότε οι πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της λιτότητας, θα κοβόταν μόνο «λίπος» και, εφαρμόζοντας «μεταρρυθμίσεις» θα γινόμασταν καλύτεροι με ακόμα λιγότερους πόρους. Φυσικά, όπως αποδείχθηκε, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η καλύτερη παιδεία, όπως και η υγεία, απαιτεί περισσότερους πόρους και, συγκεκριμένα, κυβερνητικές δαπάνες. Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα της κυβερνητικής δαπάνης -όπως αυτή πράγματι εξέλιπε τον καιρό της κρίσης- η μείωση των πόρων για την παιδεία και η επιδείνωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων είναι αναμενόμενες συνέπειες. 

Σε όλα τα ερωτήματα της ευημερίας και της ανάπτυξης, η λύση είναι περισσότερο δημόσιο σχολείο, όχι λιγότερο.


Ο Ανδρέας Ανδρικόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα βιβλία του Κρίση και Ρεαλισμός (2015), Κοινωνική Χρηματοοικονομική (2019) και Χρηματοοικονομική (2022) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Προπομπός.


*Θέσεις και απόψεις που εκφράζονται στα άρθρα που δημοσιεύονται δεν ταυτίζονται πάντα με την άποψη της ιστοσελίδας μας.

Σχετικα αρθρα

Β. Κορκίδης: Η αύξηση του κατώτατου μισθού διατηρεί την “ροπή κατανάλωσης” στην αγορά

admin

Πανεπιστήμια και οικονομία – Ν.Βέττας

admin

Β. Κορκίδης: Επένδυση της Ελλάδας σε παρόν και μέλλον το άνοιγμα προς Ινδία

admin

B. Κορκίδης: Ακριβός ο «λογαριασμός» των επιπτώσεων της Ερυθράς στην Ευρώπη

admin

Δ. Βέργαδος (ΣΕΒ): 4+1 προκλήσεις της βιομηχανίας το 2024

admin

Αισιοδοξία για την οικονοµία από τον Βασίλη Κορκίδη

admin

Αξιολογώντας τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα – Α.Ανδρικόπουλος

admin

Η δοκιμασία της ευρωπαϊκής συνοχής

admin

Κορκίδης: Σημαντική θετική εξέλιξη η αναβάθμιση της οικονομίας

admin

Εύλογες και αληθινές αξίες: ανάγκη, νόμος και αλήθεια στη λογιστική – Α. Ανδρικόπουλος

admin

Οι μικρομεσαίοι που όλοι φτύνουν – Α .Βερούτης

admin

Τα μέτρα που θα μπορούσαν να συρρικνώσουν την γκρίζα οικονομία – Ν.Βέττας

admin