«Τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ΄αυτού» (Κατά Ματθαίον 25:29). Σε ελεύθερη μετάφραση, αυτό το κείμενο σημαίνει ότι όσοι έχουν τα πάντα θα αποκτήσουν ακόμη περισσότερα και θα έχουν περίσσευμα, ενώ όσοι έχουν λίγα θα χάσουν και όσα έχουν.
Ο λόγος του Ματθαίου αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, αφετηρία κοινωνιολογικής ανάλυσης για την κοινότητα των επιστημόνων. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα επιχείρημα θα μπορούσε να υποστηρίξει πως όσοι επιστήμονες έχουν εδραιωμένη καταξίωση θα καταξιωθούν ακόμα περισσότερο, ενώ όσοι επιστήμονες δεν είναι πολύ καταξιωμένοι θα παραμείνουν στην αφάνεια. Η καταξίωση καθιστά τα κείμενα των εδραιωμένων επιστημόνων δημοφιλέστερα εξαιτίας της ταυτότητας του συγγραφέα, ο οποίος γίνεται όλο και ελκυστικότερος συνεργάτης για λιγότερο γνωστούς επιστήμονες, οι οποίοι ενδέχεται να αντλήσουν αποδοχή για τη δουλειά τους μέσω της φήμης του καταξιωμένου συνεργάτη τους. Έτσι, αυξάνεται η ερευνητική παραγωγή και η απήχηση των εδραιωμένων επιστημόνων. Αντίστοιχα, οι λιγότερο γνωστοί επιστήμονες δύσκολα ξεπερνούν ένα, ενίοτε χαμηλό, «ταβάνι» αναγνωρισιμότητας. Σε ακαδημαϊκές κοινότητες όπου οι πόροι και το κύρος δεν βρίσκονται σε αφθονία, αυτό το επιχείρημα καταλήγει σε μια διαστρωμάτωση της επιστήμης σε «πλούσιους» που γίνονται «πλουσιότεροι» και «φτωχούς» που γίνονται «φτωχότεροι» (σε κύρος και επιρροή).
Στην πράξη το επιχείρημα αυτό δεν ισχύει απόλυτα, καθώς εμφανίζονται αρκετές ανατροπές και εκπλήξεις στην παγκόσμια «αγορά» κειμένων και ιδεών. Επίσης, κανένα κατεστημένο στην επιστήμη δεν είναι αιώνιο και οι επιστημονικές επαναστάσεις έχουν επανειλημμένα ανατρέψει μακροχρόνιες βεβαιότητες κατά μήκος της ανθρώπινης ιστορίας. Κανείς, εξάλλου, δεν απαγορεύει τη δημοσιοποίηση επιστημονικών απόψεων σε μια παγκόσμια κοινότητα που είναι συνδεδεμένη μέσω του διαδικτύου. Ωστόσο, το «Φαινόμενο του Ματθαίου» (όπως επικράτησε να λέγεται στην κοινωνιολογία της επιστήμης) είναι συχνότερα μια ορθή περιγραφή της πραγματικότητας στην επιστήμη, παρά λανθασμένη.
Γιατί μας ενδιαφέρει αυτό; Η αναπαραγωγή ιεραρχιών στις επιστημονικές κοινότητες σημαίνει πως τα κείμενα και οι ιδέες όσων δεν είναι ήδη καταξιωμένοι θα παραμείνουν, λίγο-πολύ, στην αφάνεια. Η άλλη όψη αυτού του φαινομένου είναι ότι τα κείμενα και οι ιδέες όσων είναι ήδη καταξιωμένοι θα διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Έτσι, η κατανομή πόρων στους επιστήμονες από το κράτος με βάση την παραγωγικότητα και την απήχησή τους (όπως συχνά συμβαίνει σε περιβάλλοντα αξιολόγησης των πανεπιστημίων), αναπαράγει, μεταξύ άλλων, κυρίαρχες ιδέες και κοινότητες. Πέρα από την πρόσβαση σε πόρους, η κυριαρχία αφορά την πρόσβαση σε εμβληματικά πεδία της επιστήμης, όπως είναι τα μεγάλα περιοδικά και συνέδρια.
Είναι κακό όλο αυτό; Και ναι και όχι. Μια κοινωνική δομή -τέτοια είναι η επιστήμη…- που αναπαράγεται χωρίς μεγάλες μεταβολές, περιορίζει τη δυνατότητα ουσιώδους εξέλιξης και αποτελεσματικής προσαρμογής σε ένα κόσμο που αλλάζει συνεχώς. Έτσι, καταλήγει να είναι αναποτελεσματική στην αποστολή της, που είναι η συνεισφορά στην κοινωνική ευημερία (όπως και αν την ορίσουμε). Ωστόσο, πολύ συχνά, οι διανοητές που επικρατούν είναι όντως σπουδαίοι στην επιστήμη τους, με έργο το οποίο αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Επομένως, είναι φυσικό να έχουν αυξημένο κύρος, επιρροή και πρόσβαση σε πόρους. Το γεγονός πως ένας κόμβος αντλεί οφέλη από την κεντρικότητά του σε ένα δίκτυο δεν ακυρώνει την κεντρικότητά του, ούτε μπορούμε ποτέ να διανοηθούμε μια ανθρώπινη δραστηριότητα που θα αρθρώνεται σε κάτι άλλο από ένα δίκτυο. Ο Νεύτωνας, π.χ., είχε πρόσβαση σε πόρους και κύρος, και άσκησε σημαντική εξουσία στην κοινωνία της εποχής του. Η απουσία των πόρων και της εξουσίας του Νεύτωνα για τους λιγότερο γνωστούς επιστήμονες εκείνου του καιρού σίγουρα δεν είναι η μόνη εξήγηση για τη φτωχή σοδειά τους. Όπως είπε ο Θεμιστοκλής σε κάποιον από τη Σέριφο που απέδωσε τη δόξα του Θεμιστοκλή στην πόλη της καταγωγή του, «Αλήθεια λες, μα ούτ᾽ εγώ αν ήμουν από τη Σέριφο θα γινόμουν ένδοξος ούτ᾽ εσύ αν ήσουν Αθηναίος».
Βλέπουμε ότι η «αγορά» των ιδεών της επιστήμης μοιάζει με την αγορά των προϊόντων και των υπηρεσιών. Το μαγαζί που ήδη έχει πολλή πελατεία είναι πιθανό να αποκτήσει ακόμα περισσότερη πελατεία και το μαγαζί που δεν έχει πελάτες ενδέχεται να δυσκολευτεί να επιβιώσει στην αγορά. Πολλές φορές, το μαγαζί που έχει πελατεία την έχει επειδή όντως είναι αποτελεσματικότερο στη δουλειά του, όπως και οι επιστημονικές ιδέες που επικρατούν είναι αποτελεσματικότερες γι’ αυτούς που τις φέρουν. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι.
Αυτό που χρειάζεται, επομένως, στην επιστήμη, είναι κατά κάποιο τρόπο, αυτό που χρειάζεται και σε κάθε αγορά. Κανόνες που να επιτρέπουν στον ισχυρό να αποτύχει εάν δεν είναι αποτελεσματικός στην ικανοποίηση των πελατών του και, αντίστοιχα, να επιτρέπουν στον αδύναμο να πάρει τα ρίσκα που χρειάζονται ώστε να καταλάβει το κενό που θα αφήσει η αποκαθήλωση του ισχυρού. «Πελάτης», ακροατήριο (σωστότερα), των επιστημονικών κειμένων είναι, τελικά, η κοινωνία που -μέσω της πολιτικής εξουσίας- διαθέτει πόρους για να έχουμε πανεπιστήμια και επιστημονικές σοδειές. Η επίπτωση της επιστήμης στην κοινωνία (με άλλα λόγια η ικανοποίηση του «πελάτη») δεν μπορεί να κριθεί ούτε επακριβώς ούτε χωρίς ιδεολογικά φίλτρα. Σίγουρα όμως, η κοινωνία ωφελείται όταν η επιστήμη προσφέρει πολλές διαφορετικές επιλογές, ορατές εξίσου, με τρόπο ώστε μια δημοκρατική σύνθεση στο πεδίο της κοινωνίας να ξεδιαλέξει αυτή την επιστημονική πρόταση που θα πάρει πόρους και επαίνους.
Ο Ανδρέας Ανδρικόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα βιβλία του Κρίση και Ρεαλισμός (2015), Κοινωνική Χρηματοοικονομική (2019) και Χρηματοοικονομική (2022) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Προπομπός.