Ποιος έχει την ευθύνη για την κοινωνική ευημερία; Προφανώς, όλοι μας. Συγκροτημένα, ωστόσο, η κοινωνική ευημερία εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας, το θεσμικό πλαίσιο (ρυθμίσεις και κοινωνικές αξίες) και τον κάθε πολίτη που δίνει πνοή σε όλα αυτά. Πολλές φορές, οι πολίτες δεν είναι ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα των δημοκρατικών διαδικασιών (εκλογές, πολιτική κατεύθυνση της δημόσιας διοίκησης) ή από το αποτέλεσμα των διαδικασιών της αγοράς (προσφορά και ζήτηση προϊόντων, υπηρεσιών και συντελεστών παραγωγής). Αδιόρθωτα, επιδεινούμενα και σημαντικά προβλήματα στην κοινωνία και στο περιβάλλον ζητούν λύσεις, οι οποίες μοιάζουν να μην έρχονται πάντα (σε ικανοποιητικό βαθμό) από το κράτος και τους ιδιώτες.
Αυτή είναι η αφετηρία της κοινωνικής οικονομίας, η μέριμνα για το θετικό κοινωνικό αντίκτυπο στα πεδία όπου η παραγωγή δημόσιων αγαθών από το κράτος και η κερδοσκοπική δράση του ιδιωτικού τομέα αφήνουν άλυτα κοινωνικά προβλήματα. Στην Ελλάδα, το θεσμικό πλαίσιο περιλαμβάνει, κυρίως, το νόμο 4430/2016 και το πρόσφατο Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Οικονομία και την Κοινωνική Καινοτομία (Μάρτιος 2023).
Η κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει οργανισμούς όπως τα ιδρύματα, οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, οι συνεταιρισμοί κ.α. Το κυριότερο κοινό στοιχείο όλων αυτών των οργανισμών είναι η προτεραιότητα του κοινωνικού και περιβαλλοντικού αντικτύπου έναντι του κέρδους. Η προτεραιότητα αυτή αντανακλάται στον τρόπο λειτουργίας τους. Χαρακτηριστικά, o νόμος 4430/2016 αναφέρει ότι οι θεσμοί κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας «στηρίζονται σε μία εναλλακτική μορφή οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής, διανομής, κατανάλωσης και επανεπένδυσης, βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο και το περιβάλλον.»
Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των οργανισμών κοινωνικής οικονομίας είναι η οικονομική τους ιδιότητα. Με άλλα λόγια, δεν λειτουργούν σε ένα περιβάλλον αφθονίας, αλλά διαχειρίζονται περιορισμένους πόρους προκειμένου να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες σύμφωνα με τους σκοπούς τους. Σε ένα απλό σχήμα, τα έσοδα από τη λειτουργία τους και οι χρηματοοικονομικές συνεισφορές από πολίτες και φορείς πρέπει να υπερκαλύπτουν τα έξοδα αυτών των οργανισμών.
Η κοινωνική οικονομία είναι αναγκαία για πολλούς λόγους. Πρώτα από όλα, προσαρμόζεται στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες μέσα από τις οποίες δοκιμάζεται η κοινωνική ευημερία. Μια κοινωνική επιχείρηση ή μια μη κυβερνητική οργάνωση προκύπτουν ως αποκρίσεις σε ζητήματα που έχουν συγκεκριμένο χώρο, χρόνο και τροχιά (π.χ., ελλείψεις ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε μια συγκεκριμένη περιοχή, κοινωνική ένταξη ατόμων που είναι αποκλεισμένα από την οικονομία και την κοινωνία σε δεδομένο χρόνο και συγκυρία, υποστήριξη μιας πολιτιστικής κληρονομιάς από τους ανθρώπους του τόπου στον οποίο η κληρονομιά δημιουργήθηκε και πλέον απειλείται κλπ.). Με άλλα λόγια, οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας είναι ευέλικτοι και εμφανίζουν ζωηρά κοινωνικά αντανακλαστικά.
Επιπλέον, συστηματικά επιβιώνουν τα πεδία των κοινωνικών προβλημάτων όπου ούτε ο ιδιωτικός ούτε ο δημόσιος τομέας προσφέρουν αποτελεσματικές λύσεις. Σε αυτές τις συνθήκες, ο πολίτης συμμετέχει δραστήρια και δημιουργικά στην επίλυση των προβλημάτων, διευρύνοντας και βαθαίνοντας το περιεχόμενο τη συμμετοχής του στα κοινά. Ένα από τα κυριότερα συνθήματα αυτού του χώρου είχε διατυπωθεί πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν το «Big Society» (σε αντιδιαστολή με το «Big Government»).
Ωστόσο, η σημαντική αποστολή της κοινωνικής οικονομίας δεν πρέπει να μας αφήσουν να παρασυρθούμε στην πεποίθηση πως η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία αποτελεί τη μόνη λύση στα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά μας προβλήματα (όπως, ενίοτε, διατυπώνεται στο δημόσιο διάλογο).
Κατ’ αρχάς, η κοινωνική οικονομία δεν λειτουργεί σε ένα κοινωνικό και οικονομικό κενό. Είναι μέρος ενός δικτύου, που περιλαμβάνει το κράτος, τις επιχειρήσεις, τους υπεκρατικούς οργανισμούς (ενδεικτικά, χρηματοδοτήσεις ΕΣΠΑ) και πολλά άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Π.χ., τα φάρμακα που πωλούνται σε ένα κοινωνικό φαρμακείο παράγονται από ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες, εγκρίνονται από κρατικούς φορείς όπως ο ΕΟΦ και πωλούνται ενδεχομένως από φαρμακοποιούς που σπούδασαν σε κρατικά πανεπιστήμια. Η κοινωνική οικονομία, επομένως, δεν αποτελεί μηχανισμό για να «γλυτώσουμε» από το κράτος και τις επιχειρήσεις.
Επιπλέον, η κοινωνική οικονομία αφορά δραστηριότητες μικρής κλίμακας. Μια μεγάλη τράπεζα «των φτωχών» (όπως, ενδεικτικά, η Grameen) είναι μικρότερη από μια αντίστοιχη συμβατική τράπεζα, ένα κοινωνικό παντοπωλείο είναι πάντα μικρότερο από μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ, ένα «λαϊκό» πανεπιστήμιο είναι πάντα μικρότερο από ένα συμβατικό πανεπιστήμιο, ένα «κοινωνικό» σχολείο συνήθως δεν συνδέεται με άλλα σχολεία και δεν συγκρίνεται με το μέγεθος και την οργάνωση ενός εθνικού δικτύου σχολικών μονάδων. Η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που λύνει προβλήματα μεγάλης κλίμακας χρειάζεται μεγάλους κρατικούς και ιδιωτικούς οργανισμούς, μεγαλύτερους από τους οργανισμούς της κοινωνικής οικονομίας. Φυσικά, η κοινωνία των πολιτών έχει εμπλακεί σε εμβληματικές πρωτοβουλίες στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού (διάσημα σχολεία και μουσεία έχουν τέτοιες καταβολές), αλλά αυτές οι πρωτοβουλίες δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα μεγάλης κλίμακας. Το σημαντικό ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα που διοικείται από μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία δεν καλύπτει τα προβλήματα εκπαίδευσης του συνόλου της Αττικής.
Επίσης, η οργάνωση των φορέων της κοινωνικής οικονομίας τους αποκλείει από το να πρωταγωνιστήσουν σε δράσεις καθοριστικές για την οικονομική ανάπτυξη. Π.χ., η κατασκευή μιας εθνικής οδού ή ενός φράγματος είναι σημαντικές δράσεις για την ευημερία αλλά δεν μπορούν να υλοποιηθούν αυτοτελώς από φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Υλοποιούνται από το κράτος και τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως. Αντίστοιχα, δεν μπορούμε να περιμένουμε από τη κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία να αναπτύξει αυτοτελώς τη δική της αυτοκινητοβιομηχανία ή το δικό της κλάδο ιατρικού εξοπλισμού.
Επιπρόσθετα, το ζητούμενο της κοινωνικής οικονομίας είναι ο θετικός αντίκτυπος στην κοινωνία με την αναγκαιότητα μέτρησης του αντικτύπου να είναι αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της οικονομικής δραστηριότητας (ενδεικτικές είναι οι αναφορές της European Venture Philanthropy Association). Ενώ το τοπίο της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου φωτίζεται όλο και περισσότερο από πολιτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, παραμένει ασαφές. Πολλά και ποικίλα είναι τα πρότυπα μετρήσεων, τα οποία συχνά μετρούν τις προσπάθειες και τους αναλωνόμενους πόρους παρά τον αντίκτυπο καθαυτό (π.χ., η μέτρηση των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε μετανάστες δεν τεκμηριώνει την κοινωνική τους ένταξη, αλλά τις προσπάθειες προς το σκοπό αυτό). Στην Ευρώπη αναμένουμε πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα επόμενα χρόνια θα προτείνει συγκεκριμένα πρότυπα μετρήσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά απέχουμε πολύ από τη δυνατότητα πλήρους καταγραφής του αντικτύπου της κοινωνικής οικονομίας.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως ο κοινωνικός αντίκτυπος και η ευημερία γίνονται αντιληπτά μόνο με τη χρήση των ιδεολογικών μας φακών, οι οποίοι, ως γνωστόν, ποικίλουν και συνδέονται με τις προσωπικές και συλλογικές μας προτεραιότητες. Η κοινωνική οικονομία φέρει την ιδεολογία των ανθρώπων και των οργανισμών που την υπηρετούν και τη χρηματοδοτούν. Αυτό δεν είναι πρόβλημα, είναι αναπόφευκτο στοιχείο κάθε κοινωνικής δράσης. Αποτελεί, όμως, και βασικό συστατικό κάθε αξιολόγησης της κοινωνικής οικονομίας.
Ο Ανδρέας Ανδρικόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα βιβλία του Κρίση και Ρεαλισμός (2015), Κοινωνική Χρηματοοικονομική (2019) και Χρηματοοικονομική (2022) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Προπομπός.