Στην προειδοποίηση αυτή προχώρησε στην πρώτη της ομιλία η νέα πρόεδρος του εποπτικού βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (SSM) Κλαούντια Μπουχ, υπογραμμίζοντας το κλίμα «υψηλής αβεβαιότητας» που επικρατεί λόγω παραγόντων όπως οι πολεμικές αναταραχές, ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός και η κλιματική αλλαγή.

Όπως αναφέρουν οι Financial Times, η πρώην αναπληρώτρια επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας σημείωσε ακόμα ότι «οι ευρωπαϊκές τράπεζες άντεξαν τις πρόσφατες καταιγίδες χάρη τόσο στη δική τους ανθεκτικότητα όσο και στη σημαντική δημοσιονομική και νομισματική στήριξη που μετρίασε τις επιπτώσεις των πρόσφατων σοκ. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, οι τράπεζες δεν θα είναι απρόσβλητες από κινδύνους και απροσδόκητα γεγονότα», αναλύοντας κατόπιν τα σχέδια της για τον διάρκειας ζωής 10 ετών οργανισμό που ιδρύθηκε για να φέρει συνοχή στην τραπεζική εποπτεία της ευρωζώνης μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Εξάλλου, η νέα πρόεδρος του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ είχε ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι υποστηρίξει ότι οι εποπτικές αρχές είναι πολύ χαλαρές στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Σήμερα η Μπουχ επανήλθε, τονίζοντας ότι «ο εφησυχασμός δεν αποτελεί επιλογή». Δεν έχει άλλωστε συμπληρωθεί ακόμα χρόνος από την αναγκαστική εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, τον Μάρτιο του 2023, που αποτέλεσε την πρώτη κατάρρευση μιας παγκόσμιας τράπεζας μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Τις ίδιες εβδομάδες μία «μίνι» τραπεζική κρίση είχε εκδηλωθεί και στις ΗΠΑ, που εκφράστηκε με τη διαδοχική κατάρρευση τεσσάρων περιφερειακών τραπεζών.

«Πολλά από τα ζητήματα που κυριαρχούν στα σημερινά πρωτοσέλιδα ήταν αδιανόητα πριν από μια δεκαετία», δήλωσε η Μπουχ. «Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη οι τράπεζες όχι μόνο να ανταποκρίνονται στους αναδυόμενους κινδύνους, αλλά και να τους προβλέπουν».

Τα όρια των παραδοσιακών μοντέλων

Η ίδια πρόσθεσε ότι η ΕΚΤ θα εστιάσει την προσοχή της σε αυτούς τους νέους κινδύνους, συμπληρώνοντας τα παραδοσιακά της μοντέλα «με τη χρήση σεναρίων, βελτιώσεις στα δεδομένα και τις μετρήσεις και στενή αλληλεπίδραση μεταξύ της ανάλυσης σε τραπεζικό και μακροοικονομικό επίπεδο». Διενεργεί επίσης «στοχευμένες επισκοπήσεις» στα σχέδια χρηματοδότησης των τραπεζών, καθώς οι παγκόσμιες ρυθμιστικές αρχές προσπαθούν να σχεδιάσουν πολιτικές για έναν κόσμο όπου οι τραπεζικές εκροές υλοποιούνται μέσω εφαρμογών smartphone και όχι μέσω των υποκαταστημάτων.

Η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο είναι ένας άλλος τομέας προσοχής, με την ΕΚΤ να προετοιμάζει ένα «τεστ αντοχής στον κυβερνοχώρο» για τις 109 μεγάλες και σημαντικές τράπεζες της ευρωζώνης που εποπτεύει άμεσα.

«Μόλις εντοπίσουμε τρωτά σημεία και ανεπαρκή διαχείριση κινδύνου πρέπει να αναλάβουμε δράση» δήλωσε η Μπουχ, περιγράφοντας για την προσέγγιση της ΕΚΤ στην εποπτεία γενικά, προσθέτοντας ότι η διακυβέρνηση και η διαχείριση κινδύνου είναι συχνά καλύτεροι δείκτες δυσπραγίας από ό,τι τα χρηματοοικονομικά μέτρα, τα οποία μπορούν να δείχνουν ότι αντέχουν μέχρι να καταρρεύσουν.

«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δίνουμε μεγάλη προσοχή στους μηχανισμούς εσωτερικής διακυβέρνησης των τραπεζών και στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού τους μοντέλου», εξήγησε.

«Πολλοί άνθρωποι ανησυχούν για το αυξανόμενο κόστος δανεισμού και τη χρηματοπιστωτική πίεση. Βλέπουν, ταυτόχρονα, ότι οι τράπεζες είναι εξαιρετικά κερδοφόρες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αισθήματα αδικίας. Γι’ αυτό πρέπει να εξηγήσουμε τον ρόλο μας ως εποπτικές αρχές προληπτικής εποπτείας – να διασφαλίσουμε ότι οι τράπεζες παραμένουν ανθεκτικές, ότι δεν αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους και ότι παραμένουν ανθεκτικές και σε περιόδους πίεσης», κατέληξε η Μπουχ.