Με όλα τα βλέμματα στις ΗΠΑ και την ορκωμοσία του νέου τους προέδρου, η Τουρκία ετοιμάζεται να αλλάξει το σύνταγμά της και να κάνει τον πρόεδρό της ακόμη πιο ισχυρό από τον αμερικανό ηγέτη.
Δεν υπάρχει τίποτα το εγγενώς κακό με την αντικατάσταση μιας κοινοβουλευτικής κυβέρνησης με ένα προεδρικό σύστημα. Το πρόβλημα είναι η συγκυρία και τα συμφραζόμενα: οι προτεινόμενες αλλαγές στην Τουρκία, οι οποίες θα περάσουν από εθνικό δημοψήφισμα μετά την έγκριση της βουλής, ακολουθούν την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του ολοένα πιο απολυταρχικού προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Στην πράξη, ένα αναθεωρημένο σύνταγμα θα έκανε πολύ πιο εύκολο για τον Ερντογάν να συγκεντρώσει απόλυτα την εξουσία, βγάζοντας την Τουρκία από τη δημοκρατική τάξη και μετατρέποντάς τη σε δικτατορία.
Η προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση έχει πολλά κινητά μέρη. Όμως το πιο σημαντικό είναι η μετατροπή του τροποποιημένου κοινοβουλευτικού συστήματος της Τουρκίας σε προεδρικό. Οι δικαιοδοσίες του προέδρου είναι αυτή τη στιγμή, επί της αρχής, πολύ πιο περιορισμένες. Κυβερνά μαζί με τον πρωθυπουργό που επιλέγεται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο οποίος με τη σειρά του συντάσσει το υπουργικό συμβούλιο που φέρει ευθύνη στο κοινοβούλιο. Ένας σημαντικός πρακτικός και συμβολικός μηχανισμός της κοινοβουλευτικής επιτήρησης της κυβέρνησης είναι το δικαίωμα της βουλής να ζητήσει από τους υπουργούς να εμφανίζονται μπροστά της και να δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα – ένα δικαίωμα γνωστό ως «επερώτηση».
Το νέο νομοσχέδιο θα άλλαζε τη βασική δομή του συστήματος καταργώντας τη θέση του πρωθυπουργού και δίνοντας στον πρόεδρο τη δικαιοδοσία της επιλογής των μελών του υπουργικού συμβουλίου. Ως μέρος αυτής της αλλαγής, το δικαίωμα της βουλής σε επερωτήσεις προς τους υπουργούς θα καταργηθεί επίσης.
Οι αμερικανοί θα θεωρούσαν την προοπτική αυτής της αλλαγής ασήμαντη. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ επιλέγει ο ίδιος το υπουργικό του συμβούλιο, αν και με τη συμβουλή και τη συναίνεση της Γερουσίας. Οι υπουργοί εμφανίζονται μπροστά στο Κογκρέσο από ευγένεια, όχι λόγω κάποιου εγγενούς δικαιώματος του Κογκρέσου να τους ανακρίνει.
Όμως το προτεινόμενο τουρκικό σύνταγμα φτάνει ακόμη πιο μακριά, επιτρέποντας στον πρόεδρο να είναι επικεφαλής πολιτικού κόμματος. Αυτό σημαίνει πως ο πρόεδρος μπορεί να εξασκεί άμεσο έλεγχο στο ποιοι υποψήφιοι του κόμματός του διεκδικούν πολιτικές θέσεις. Ο Ερντογάν θα μπορούσε να επιλέξει τους βουλευτές του κόμματός του, οι οποίο θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να ασκήσουν έλεγχο στις πολιτικές του, καθώς θα είχε τη δυνατότητα και να τους διώξει από το κόμμα.
Στην πράξη, φυσικά, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι επικεφαλής του κόμματος στο οποίο ανήκει. Όμως στο αμερικανικό σύστημα, αυτό δεν του δίνει τη δυνατότητα να επιλέγει τους υποψήφιους για το κογκρέσο. Αυτή η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των ψηφοφόρων των προκριματικών, των δωρητών και των κομματικών ηγετών.
Υπό το νέο σύστημα, οι τουρκικές προεδρικές εκλογές θα διεξάγονται ταυτόχρονα με τις κοινοβουλευτικές, κάθε πέντε χρόνια. Αυτό θα κάνει πιο δύσκολο για τους ψηφοφόρους να εκφράσουν τη διαφωνία τους σε εθνικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της θητείας του προέδρου, καθώς δε θα υπάρχουν ενδιάμεσες εκλογές.
Άλλη μία αλλαγή που επιδιώκει το κόμμα AKP του Ερντογάν είναι να δώσει στον πρόεδρο εξουσία επί του Ύπατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων. Ο Ερντογάν έχει ήδη πάρει ουσιαστικό τον έλεγχο, εκκαθαρίζοντας το σώμα μετά το πραξικόπημα. Οι προτεινόμενες αλλαγές απλά θα κάνουν τον έλεγχο μόνιμο.
Στο προεδρικό σύστημα των ΗΠΑ, φυσικά, η κυβέρνηση επιλέγει τους ομοσπονδιακούς δικαστές και εισαγγελείς. Εφόσον υπηρετήσουν στη συνέχεια με καλή συμπεριφορά, μπορούν να λειτουργήσουν σχετικά ανεξάρτητα. Το πρόβλημα είναι πως, όπως δείχνει η εκκαθάριση του Ερντογάν, δεν υπάρχει παρόμοια μακροπρόθεσμη εγγύηση της ουσιαστικής ανεξαρτησίας στο τουρκικό σύστημα. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς του Ερντογάν θα θεωρούνται πολιτικοί λειτουργοί, και μπορεί κάλλιστα να υπόκεινται και στην κυβέρνηση. Μια προτεινόμενη ονομαστική εγγύηση της δικαστικής και εισαγγελικής «αμεροληψίας» αξίζει μόνο όσο της επιτρέπει η πολιτική πραγματικότητα.
Ίσως το πιο έξυπνο και ολέθριο στοιχείο της προτεινόμενης αλλαγής είναι πως περιορίζει τον πρόεδρο σε δύο θητείας – αλλά μόνο ξεκινώντας με επιβεβαίωση και νέες εκλογές. Αυτό θα επέτρεπε στον Ερντογάν να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2029, όταν θα είναι 75 ετών. Μέχρι τότε θα έχει κυβερνήσει την Τουρκία ως πρωθυπουργός ή πρόεδρος επί 26 χρόνια. Αυτή δεν είναι μια συνταγή δημοκρατίας, θέτοντάς το ήπια.
Ολόκληρο το μεταρρυθμιστικό πακέτο χρειάζεται να περάσει από τη βουλή με 330 ψήφους από τις 550. Το κυβερνών κόμμα δεν έχει τις ψήφους από μόνο του, όμως μπορεί να φτάσει το ορόσημο με τις ψήφους του εθνικιστικού ακροδεξιού κόμματος MH. Στη συνέχεια το πακέτο θα περάσει από δημοψήφισμα.
Το 2010, οι τούρκοι ψηφοφόροι ενέκριναν τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του AKP με 58% έναντι 42%. Είναι απίθανο οι ψήφοι να είναι τόσο μονόπλευροι αυτή τη φορά. Στην πράξη, η ψηφοφορία θα είναι δημοψήφισμα για τον ίδιο τον Ερντογάν.
Απουσία του αποτυχημένου πραξικοπήματος, φαίνεται πιθανό ο Ερντογάν να αποτύγχανε στην προσπάθεια να μεταφέρει την Τουρκία σε ένα προεδρικό σύστημα σχεδιασμένο για να μεγιστοποιήσει την εξουσία του. Όμως το πραξικόπημα δυστυχώς προσφέρει πυρομαχικά στο επιχείρημα πως χρειάζεται περισσότερη εξουσία για να κυβερνήσει τη χώρα.
Εάν η προεδρική αλλαγή επικρατήσει στην Τουρκία, και χρησιμοποιηθεί για να υποβιβάσει τη δημοκρατία ακόμη περισσότερο, θα συμβάλει στην αντίληψη σε πολλά μέρη πως η προεδρική μορφή διακυβέρνησης προμηνύει απλά την απολυταρχία. Παραδοσιακά, το σύστημα των ΗΠΑ στεκόταν ως προπύργιο κατά αυτής της άποψης. Κατά πόσο αυτό θα μείνει έτσι είναι το πιο σημαντικό ερώτημα για την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ που μόλις ξεκίνησε.