Θα πρέπει η στρατηγική ανάπτυξης μιας χώρας να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις εξαγωγές; Άλλωστε, οι εξαγωγές δε σχετίζονται καθόλου με την ικανοποίηση των βασικών αναγκών των κατοίκων της χώρας, όπως η εκπαίδευση, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η στέγαση, το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό, οι τηλεπικοινωνίες, η ασφάλεια, το κράτος δικαίου και η ψυχαγωγία. Γιατί, λοιπόν, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην ικανοποίηση των αναγκών μακρινών, ξένων καταναλωτών;
Αυτό είναι, εν ολίγοις, αυτό που πολλοί αντίπαλοι του ελεύθερου εμπορίου και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης – καθώς και πολλοί στα δεξιά που θεωρούν πως όλες οι βιομηχανίες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ίσες – θέλουν να μάθουν. Όμως δεν υπάρχουν σωστές απαντήσεις σε λάθος ερωτήσεις. Ακριβώς επειδή οι κυβερνήσεις ενδιαφέρονται για τους δικούς τους πολίτες, θα πρέπει να εστιάσουν στις εξαγωγές.
Για να το καταλάβετε αυτό, αναλογιστείτε με τι έχει να κάνει μια οικονομία αγορών. Κάποιοι, συμπεριλαμβανομένου του Πάπα Φραγκίσκου, θα έλεγαν πως έχει να κάνει με την απληστία – ένα σύστημα όπου ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του.
Ωστόσο, η οικονομία αγορών θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως ένα σύστημα όπου θα πρέπει να βγάλουμε τα έξοδά μας κάνοντας πράγματα για άλλους ανθρώπους. Το πόσα θα βγάλουμε εξαρτάται από την αξία που δίνουν οι άλλοι σε αυτό που κάνουμε για αυτούς. Η οικονομία αγορών μας αναγκάζει να υπολογίζουμε τις ανάγκες των άλλων, καθώς είναι η δική τους ανάγκη αυτή που αποτελεί την πηγή των προς το ζην μας. Κατά μία έννοια, η οικονομία αγορών είναι ένα σύστημα ανταλλαγής δώρων. Τα χρήματα απλά παρακολουθούν την αξία των δώρων που προσφέρουμε ο ένας στον άλλο.
Ως αποτέλεσμα, η οικονομία αγορών ενθαρρύνει την εξειδίκευση: γινόμαστε πολύ καλοί σε μια στενή ομάδα δεξιοτήτων ή προϊόντων και τα ανταλλάσουμε με εκατομμύρια άλλων πραγμάτων που δε γνωρίζουμε πώς να κάνουμε ή να φτιάξουμε. Ως αποτέλεσμα, καταλήγουμε να κάνουμε εντυπωσιακά λίγα πράγματα και να αγοράζουμε τα υπόλοιπα από άλλους.
Αυτή η παρατήρηση είναι αληθής τόσο για ένα άτομο, όσο και για ένα μέρος, είτε αυτό το μέρος είναι μια γειτονιά, μια πόλη, μια πολιτεία ή νομός, είτε μια χώρα. Κάθε πόλη έχει μανάβικα, κομμωτήρια, βενζινάδικα και κινηματογράφους που εξυπηρετούν την τοπική κοινότητα. Οι οικονομολόγοι τις αποκαλούν αυτές ως «μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες», επειδή δεν πραγματοποιούνται έχοντας υπόψη μακρινούς καταναλωτές.
Ωστόσο, οι κάτοικοι της πόλης θα θέλουν επίσης να έχουν πρόσβαση σε πράγματα που κανείς στην πόλη δε γνωρίζει πώς να φτιάξει. Για παράδειγμα, οι περισσότερες πόλεις δεν παράγουν φαγητό, αυτοκίνητα, βενζίνη, φάρμακα, τηλεοράσεις, ή ταινίες. Κατά συνέπεια, χρειάζεται να «εισάγουν» αυτά τα αγαθά από αλλού. Για να πληρώσουν αυτά που θέλουν από έξω από την πόλη, θα πρέπει να πουλήσουν κάποια από τα πράγματα που γνωρίζουν πώς να φτιάξουν.
Φυσικά, οι άλλοι έχουν την επιλογή να αγοράσουν από αλλού. Για αυτόν τον λόγο τα αγαθά και οι υπηρεσίες που ένα μέρος μπορεί να πουλήσει προς τα έξω έχουν δυσανάλογη επίδραση στην ποιότητα ζωής του – ακόμη και στη βιωσιμότητά του. Μία πόλη ορυχείων μετατρέπεται σε πόλη φάντασμα μόλις το ορυχείο κλείσει, επειδή το μανάβικο, το φαρμακείο και ο κινηματογράφος δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να αγοράσουν το «εισαγόμενο» φαγητό, τα φάρμακα και τις ταινίες που χρειάζονται.
Σε αντίθεση με τις μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες, οι εξαγώγιμες δραστηριότητες ενός τόπου θα πρέπει να είναι αρκετά καλές για να πείσουν τους ξένους καταναλωτές – οι οποίοι έχουν πολλές άλλες επιλογές – να αγοράσουν από τους τοπικούς παραγωγούς. Αυτό σημαίνει ότι οι εξαγωγές θα πρέπει να έχουν μιαν ελκυστική αναλογία ποιότητας/κόστους.
Ένας τρόπος για να αυξηθεί αυτή η σχέση είναι η βελτίωση της ποιότητας και της παραγωγικότητας. Ένας άλλος είναι η μείωση των μισθών. Όσο υψηλότερη είναι η παραγωγικότητα και η ποιότητα των εξαγώγιμων δραστηριοτήτων, τόσο υψηλότερους μισθούς μπορούν να πληρώσουν παραμένοντας ανταγωνιστικές. Εάν η απασχόληση στη βιομηχανία των εξαγωγών είναι σημαντική, όπως συμβαίνει στα περισσότερα μέρη που δε βασίζονται σε έσοδα από το πετρέλαιο, οι μισθοί που μπορεί να καλύψει ο εξαγωγικός τομέας θα επηρεάσουν τους μισθούς όλων στην πόλη. Όλοι έχουν κατά συνέπεια συμφέρον να βελτιώσουν τον εξαγωγικό τομέα τους.
Επειδή υποβάλλονται σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό, οι εξαγώγιμες δραστηριότητες τείνουν να παρουσιάζουν γρηγορότερες βελτιώσεις στην τεχνολογία και την παραγωγικότητα απ’ ότι άλλα μέρη της οικονομίας. Βρίσκονται συνεχώς υπό την απειλή της καινοτομίας και των νέων ανταγωνιστών που θα μπορούσαν να διακόψουν τις διεργασίες τους. Αναλογιστείτε τις καταστροφικές συνέπειες που είχε το iPhone στον άλλοτε κυρίαρχο εθνικό πρωταθλητή της Φινλανδίας, τη Nokia, ή τις συνέπειες της επανάστασης του σχιστολιθικού πετρελαίου στον OPEC.
Τα επιτυχημένα μέρη τείνουν να μετακινούνται από κάποιες απλές τεχνολογικά βιομηχανίες που είναι αρκετά ανταγωνιστικές για να εξάγουν τα προϊόντα τους, σε έναν μεγαλύτερο αριθμό βιομηχανιών που γίνονται όλο και πιο περίπλοκες. Για παράδειγμα, το 1963, το 97% των εξαγωγών της Ταϊλάνδης αποτελούταν από γεωργικά προϊόντα και ορυκτά, όπως το ρύζι, το καουτσούκ, το κασσίτερο και η ιούτη. Μέχρι το 2013, αυτά αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 20% του συνόλου, με τα μηχανήματα και τα χημικά να διαμορφώνουν το 56%.
Μια παρόμοια μεταμόρφωση μπορεί να παρατηρηθεί και σε κάθε επιτυχημένη, αναπτυσσόμενη χώρα εκτός OPEC. Η επιτυχία ενός μέρους σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των ανθρώπων του να πετύχουν αυτή τη μεταμόρφωση, όπως δείχνουν τα παραδείγματα περιοχών όπως η Σιγκαπούρη, η Τουρκία και το Ισραήλ.
Τι θα πρέπει, λοιπόν, να κάνουν οι χώρες, οι νομοί και οι πόλεις; Οι σκεπτικιστές υποστηρίζουν πως θα πρέπει να εστιάσουν στην επιδιόρθωση αυτών για τα οποία ενδιαφέρονται οι ντόπιοι, όπως η παιδεία ή οι υποδομές, ή να βελτιώσουν το «επιχειρηματικό περιβάλλον» για όλους. Οι εξαγωγές θα φροντίσουν για τον εαυτό τους μόνες τους.
Όμως η ζωή είναι πιο περίπλοκη από αυτό. Οι ανάγκες των εξαγώγιμων δραστηριοτήτων είναι συχνά αρκετά διαφορετικές. Οι συγκεκριμένοι κανονισμοί, οι υποδομές, οι δεξιότητες και η τεχνολογική μαεστρία που απαιτούν οι εξαγώγιμες δραστηριότητες τείνουν να διαφέρουν από όσα χρειάζονται οι μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες οι οποίες συνήθως δημιουργούν το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης ενός τόπου. Ενώ η επέκταση σε νέους τομείς είναι πάντα πρόκληση, είναι ιδιαίτερα δύσκολη για εμπορεύσιμες δραστηριότητες, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζουν ξένο ανταγωνισμό εξ αρχής. Αντίθετα, οι πρωτοπόροι των μη εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων ξεκινούν με μια δεσμευμένη αγορά. Επιπλέον, οι εξαγωγείς χρειάζονται ιδιαίτερα ισχυρές διασυνδέσεις με τεχνογνωσία που βρίσκεται αλλού στον πλανήτη, κάτι που θα τους κάνει πιο ευάλωτους σε ξένες επενδύσεις, τη μετανάστευση και τους διεθνείς επαγγελματικούς συνδέσμους.
Για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν, οι κοινωνίες θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε εκείνες τις δραστηριότητες που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που πωλούν σε μη ντόπιους. Πράγματι, η ανάγκη εκμετάλλευσης των νέων εξαγωγικών ευκαιριών και απαλοιφής εμποδίων για την επιτυχία είναι μάλλον το κεντρικό μάθημα των θαυμάτων ανάπτυξης της Ανατολικής Ασίας και της Ιρλανδίας.
Οι μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες μοιάζουν με τα αθλητικά πρωταθλήματα μιας χώρας: διαφορετικές ομάδες αρέσουν σε διαφορετικούς ανθρώπους. Όσοι ασχολούνται με εμπορεύσιμες δραστηριότητες μοιάζουν με την εθνική ομάδα: θα πρέπει όλοι να τους υποστηρίζουμε – και να οργανωθούμε για να σιγουρέψουμε πως θα πετύχουν.