Οι επιπτώσεις της πανδημίας θέτουν την ελληνική οικονομία ενώπιον δύο σημαντικών προκλήσεων:
α) την επίσπευση του ολικού μετασχηματισμού της με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και με κατεύθυνση την ενίσχυση της ανάπτυξης της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας και
β) την άμεση και συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ.
Όσον αφορά την πρώτη πρόκληση, η σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω του NGEU, που θα αρχίσουν να εισρέουν στη χώρα από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας με διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης, ώστε να βελτιωθεί η θέση της στο διεθνή επενδυτικό χάρτη και να αναβαθμιστεί η ποιότητα του εξαγωγικού προϊόντος της.
Όσον αφορά τη δεύτερη πρόκληση, οι μακροοικονομικές εξελίξεις και οι εξελίξεις στη νομισματική πολιτική επηρεάζουν άμεσα την πορεία των τραπεζών και ως εκ τούτου τις συνθήκες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Η λήξη της ισχύος των κρατικών μέτρων στήριξης, ιδίως των δημοσιονομικών, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών από νέα αύξηση των ΜΕΔ.
Παράλληλα, τα χαμηλά επιτόκια, σε συνδυασμό με μια αργή οικονομική ανάκαμψη, επηρεάζουν αρνητικά την οργανική κερδοφορία των τραπεζών και την ικανότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου. Μάλιστα, για τις ελληνικές τράπεζες οι αναγκαίες δαπάνες για το σχηματισμό προβλέψεων επιδρούν επιβαρυντικά. Περαιτέρω, νέες τιτλοποιήσεις ΜΕΔ πιθανότατα θα οδηγήσουν σε εφάπαξ απώλεια κεφαλαίων.
Για να προστατευθούν από αυτούς τους κινδύνους, οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν μέτρα που θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των πιστωτικών ζημιών προκειμένου να καλυφθούν έναντι νέας αύξησης των ΜΕΔ, καθώς και να προβούν στην ταχεία εξυγίανση των ισολογισμών τους μέσω συστημικών λύσεων όπως αυτές που περιλαμβάνονται στη σχετική ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2020.
Βασικό χαρακτηριστικό της πανδημικής κρίσης είναι ότι οι απώλειες κατανέμονται ανομοιόμορφα μεταξύ των κλάδων: κάποιοι δέχθηκαν σφοδρότερο πλήγμα, ενώ άλλοι εμφάνισαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα ή ακόμη και ανάπτυξη. Αυτό συνέβη διότι η πανδημία, εκτός από τις προσωρινές αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα, κυοφορεί επίσης δομικές αλλαγές στο κοινωνικό και οικονομικό πρότυπο, με αποτέλεσμα την ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών από κλάδους που φθίνουν σε κλάδους με μεγαλύτερο βαθμό προσαρμογής.
Ως εκ τούτου, τα οφέλη από την ανάκαμψη προβλέπεται να είναι ανισομερώς κατανεμημένα. Κατά συνέπεια, κυρίαρχο ζητούμενο για τους φορείς χάραξης της οικονομικής πολιτικής είναι ο τρόπος επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας σε κανονική λειτουργία όταν οι πολιτικές στήριξης, είτε μέσω των έκτακτων μέτρων που εφαρμόζονται από τις εμπορικές τράπεζες είτε μέσω των δημοσιονομικών παρεμβάσεων, σταδιακά θα αρχίζουν να αποσύρονται καθώς θα εξομαλύνεται η υγειονομική κρίση. Με άλλα λόγια, όταν η πανδημία εξασθενήσει, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στραφεί σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και να διευκολύνει τη διαδικασία ανακατανομής πόρων σε δυναμικούς κλάδους και επιχειρήσεις με καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία η διατήρηση, τον πρώτο καιρό μετά την πανδημία, της επιλεκτικής οικονομικής στήριξης προς εκείνους τους κλάδους παραγωγής και εκείνες τις ομάδες των εργαζομένων που επλήγησαν σφοδρότερα από τους διοικητικούς περιορισμούς. Τα δημοσιονομικά και πιστοδοτικά μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι κατάλληλα εξειδικευμένα και σωστά στοχευμένα ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας.
Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμής υποχρεώσεων και η ομαλή εξυπηρέτηση των χρεών, ενώ επίσης πρέπει να υπάρξει ένα δίχτυ προστασίας για τους εργαζομένους στις οριστικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις ώστε να διαφυλαχθεί η κοινωνική συνοχή. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επίσπευση της εφαρμογής πολιτικών με μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα, ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον περισσότερο φιλικό προς την ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις υποδομές, στην εκπαίδευση, στην πράσινη και ψηφιακή καινοτομία.
Το στοίχημα επομένως της οικονομικής πολιτικής μετά την πανδημία είναι η καταγραφή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, ούτως ώστε οι απώλειες να ανακτηθούν ταχύτερα, η οικονομία να τεθεί σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης, η δημοσιονομική ισορροπία να αποκατασταθεί με γρήγορους ρυθμούς και ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να τεθεί σε καθοδική πορεία. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να συντρέχει ένα ελάχιστο σύνολο βασικών προϋποθέσεων, όπως: Αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Το μέσο ανάκαμψης NGEU και οι χρηματοδοτικοί πόροι από άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα και διαρθρωτικά ταμεία, συνολικού ύψους 72 δισεκ. ευρώ για την Ελλάδα, προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία όχι μόνο να επουλώσει τις οικονομικές πληγές της πανδημίας, αλλά κυρίως να επιταχύνει και να ολοκληρώσει τον οικονομικό, τεχνολογικό και θεσμικό μετασχηματισμό της.
Η διαχείριση και βέλτιστη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η δημόσια διοίκηση. Για να μεγιστοποιηθεί το όφελος για την οικονομία, θα απαιτηθεί τόσο η συντονισμένη δράση του δημόσιου τομέα για τον προσεκτικό, έγκαιρο και μακρόπνοο σχεδιασμό όσο και η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα με καταλλήλως προετοιμασμένα σχέδια για στοχευμένα επενδυτικά έργα. Οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες είναι η διαχείριση του ιδιαίτερα μεγάλου αποθέματος ΜΕΔ, το οποίο επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού τους.
Παρά τη μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το μέγιστο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016, ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει πολύ υψηλός συγκρινόμενος με τους αντίστοιχους δείκτες των υπόλοιπων χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ. Αναμένεται δε να επηρεαστεί αυξητικά το 2021, λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που θα αρχίσει να καταγράφεται με το τέλος της πανδημίας και τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δανειακών υποχρεώσεων και των άλλων μέτρων προστασίας των πληττόμενων δανειοληπτών. Η εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα, καθώς και το πρόγραμμα “Γέφυρα” για την αποπληρωμή δανείων με εμπράγματες εξασφαλίσεις στην κύρια κατοικία συνεπών δανειοληπτών που επλήγησαν από την πανδημία και η επέκτασή του και για επιχειρηματικά δάνεια πληττόμενων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, διευκολύνουν τους ιδιώτες στην αποπληρωμή των χρεών τους. Ωστόσο, για τον περιορισμό του ηθικού κινδύνου, τη διασφάλιση της κουλτούρας πληρωμής υποχρεώσεων και την προστασία της κερδοφορίας τους, οι τράπεζες πρέπει να εφαρμόσουν, σε συνεννόηση με τις εποπτικές αρχές, προγράμματα αποπληρωμής των δανείων που τελούν σήμερα σε moratorium, θεσπίζοντας κατάλληλους μηχανισμούς για το διαχωρισμό των δανειοληπτών σε βιώσιμους και μη βιώσιμους.
Για την άμεση και οριστική αντιμετώπιση των ΜΕΔ, απαιτούνται επιπλέον ενέργειες από τις τράπεζες και την Πολιτεία για την πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών τους προκειμένου ο εγχώριος τραπεζικός τομέας να συνεχίσει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Στόχος δεν πρέπει να είναι μόνο η μείωση των ΜΕΔ, αλλά και η εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους συνολικά.
Ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης. Οι υψηλοί πραγματικοί (effective) συντελεστές της άμεσης φορολογίας και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας (tax wedge) στρέβλωσαν τα κίνητρα για προσφορά εργασίας και ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου, ενθάρρυναν τη φοροδιαφυγή και την αδήλωτη εργασία και οδήγησαν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα απόδοσης φορολογικών εσόδων.
Η υψηλή έμμεση φορολογία εξάλλου, παρά την ασφαλέστερη απόδοσή της, επέφερε κοινωνικό κόστος, αφού επιβάρυνε ως επί το πλείστον τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Προκάλεσε επίσης στρεβλώσεις στην κατανομή των πόρων μεταξύ κλάδων παραγωγής, επηρεάζοντας την κατανάλωση και την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων. Η φορολογική μεταρρύθμιση που είχε ξεκινήσει πριν από την πανδημία θα πρέπει να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί, με γνώμονα την εκλογίκευση του φορολογικού βάρους και την κοινωνικά δικαιότερη κατανομή του, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και τη βελτίωση της αποδοτικότητας των φόρων. Ο τελικός στόχος πρέπει να είναι η διαμόρφωση ενός σταθερού, απλού και αποδοτικού φορολογικού συστήματος που να κινητοποιεί την προσφορά εργασίας και υλικού κεφαλαίου. Αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών.
Η υφεσιακή διαταραχή κατέστησε αναπόφευκτη την απότομη και μεγάλη αύξηση των δημόσιων δαπανών για τη διατήρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και της απασχόλησης, καθώς και για την ενίσχυση του εθνικού συστήματος υγείας. Την επαύριο όμως, η επιστροφή σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο δημοσιονομικής αξιοπιστίας πρέπει να συνδυαστεί με στόχευση σε παραγωγικές δαπάνες, φιλικές προς την ανάπτυξη, που αποσκοπούν όχι μόνο στη μείωση του παραγωγικού κενού, αλλά και στην αύξηση του δυνητικού προιόντος. Οι δαπάνες αυτές αφορούν την υγεία, την εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση και την επανακατάρτιση στις νέες τεχνολογίες και σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας μέσω ειδικών προγραμμάτων, τη μαθητεία, την έρευνα και την καινοτομία. Στόχος είναι η ενίσχυση των κινήτρων απασχόλησης, η διευκόλυνση της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή και η αποφυγή του κινδύνου της μακροχρόνιας ανεργίας.
Η δημιουργία πολλών ποιοτικών θέσεων εργασίας, η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του τριγώνου της γνώσης, η ενίσχυση του αποθέματος του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας, η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και η δημιουργία πόλων έλξης καινοτομίας και τεχνολογίας ενισχύουν το αναπτυξιακό δυναμικό. Δεδομένων των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων, εξίσου σημαντικές είναι οι ενεργητικές πολιτικές για την ενθάρρυνση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας ομάδων με παραδοσιακά μικρό ποσοστό συμμετοχής, όπως οι γυναίκες, οι νέοι και οι μειονότητες, με σκοπό την αύξηση του εργατικού δυναμικού, αλλά και τη μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι πολιτικές διευκόλυνσης της ενσωμάτωσης των οικονομικών μεταναστών. Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής πολιτικής. Εκτός από τη θετική επίδραση στη συνολική ενεργό ζήτηση, οι δημόσιες επενδύσεις επιδρούν, μέσω της συνάρτησης παραγωγής, θετικά και στην πλευρά της προσφοράς, αφού αυξάνουν το απόθεμα και την παραγωγικότητα του δημόσιου υλικού κεφαλαίου και κατά συνέπεια την ιδιωτική και συνολική παραγωγική δραστηριότητα.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών παράλληλα με την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών, των έξυπνων συστημάτων και της τεχνητής νοημοσύνης, την προώθηση της μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας, την κυκλική οικονομία και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η εισροή των ευρωπαϊκών πόρων μέσω του νέου ΕΣΠΑ, του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του νέου χρηματοδοτικού μέσου ReactEU, καθώς και των άλλων διαρθρωτικών ταμείων, δίνει τη χρηματοδοτική ευχέρεια για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Μέσω μάλιστα των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων αυτών και αναβαθμίζεται η ποιότητα των έργων.
Ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας. Για τη μείωση του ψηφιακού χάσματος της χώρας σε σχέση με το μέσο όρο των κρατών-μελών της ΕΕ, είναι απαραίτητο: α) να συνεχιστεί η διαδικασία ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους, με έμφαση στην ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των πληροφοριακών συστημάτων και των δεδομένων, στην κυβερνοασφάλεια και στην εκτεταμένη χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών, β) να δοθούν κίνητρα για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων, και γ) να ενισχυθούν οι ψηφιακές δεξιότητες του εργατικού δυναμικού. Προστασία από μελλοντικές μολυσματικές ασθένειες και αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), οι μολυσματικές ασθένειες, η συνδεόμενη ανασφάλεια για την εξεύρεση των μέσων βιοπορισμού και τα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της επιτάχυνσης της κλιματικής αλλαγής συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία την επόμενη διετία.
Η πανδημία COVID-19 και τα περιοριστικά μέτρα οδήγησαν σε απώλεια θέσεων εργασίας, μείωση του προσωπικού εισοδήματος και δυσχέρειες στην εξεύρεση μέσων επιβίωσης. Η ανοικοδόμηση μετά την πανδημία πρέπει να εμπεριέχει νέα οικονομικά και κοινωνικά σχήματα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κοινωνίας και της οικονομίας σε εξαιρετικά και απροσδόκητα γεγονότα. Παράλληλα, η ανάληψη δράσεων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα τόσο από την Πολιτεία όσο και από τον ιδιωτικό τομέα για την προστασία της περιβαλλοντικής ισορροπίας και τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή κρίνεται αναγκαία για τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα και για την κοινωνική ευημερία. *** Η πανδημία κλόνισε την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Σε επίπεδο κοινωνίας, παρά τη συγκριτικά επιτυχημένη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης με βάση συναφείς διεθνείς υγειονομικούς δείκτες, η πανδημία επέφερε σοβαρότατες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία με πολύ βαριές ανθρώπινες απώλειες. Σε επίπεδο οικονομίας, προκάλεσε σημαντικές μακροοικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις, το κόστος των οποίων δεν κατανέμεται ομοιόμορφα μεταξύ κλάδων παραγωγής και κοινωνικών ομάδων.
Εντούτοις, η ασκούμενη οικονομική πολιτική κατόρθωσε να περιορίσει τις απώλειες σε όρους εθνικού προϊόντος και απασχόλησης, έναντι των πρότερων προβλέψεων. Ταυτόχρονα, η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης αλλαγών. Επιτάχυνε τάσεις που είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται και συμπύκνωσε μέσα σε λίγους μήνες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα χρειάζονταν χρόνια για να υλοποιηθούν. Κατέδειξε τη σημασία των διαρθρωτικών πολιτικών για την ενίσχυση της προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας της οικονομίας. Κατέστησε επίσης σαφές ότι η παγκόσμια και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και συνεργασία, με την άσκηση ρεαλιστικών οικονομικών πολιτικών, είναι η ενδεδειγμένη λύση για τη συλλογική αντιμετώπιση συμμετρικών διαταραχών. Μετά την πανδημία, η Ελλάδα, μέσα από συνεκτικές πολιτικές και στρατηγικές, θα πρέπει να κατορθώσει να εισέλθει σε στέρεη αναπτυξιακή τροχιά, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τη μοναδική ευκαιρία που της παρέχει η συντονισμένη κοινή δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ώστε να ανακτήσει γρήγορα τις οικονομικές απώλειες και να αντιμετωπίσει οριστικά τις χρόνιες διαρθρωτικές παθογένειες.