Ύστατη προσπάθεια να αποτρέψει την προδιαγραφόμενη σύγκρουση της κυβέρνησης με την τρόικα θα κάνει στις 23 Σεπτεμβρίου ο πρωθυπουργός, Α. Σαμαράς, στην κρίσιμη συνάντηση που θα έχει με τη Γερμανίδα καγκελάριο, Α. Μέρκελ.
Χωρίς μια καίρια πολιτική παρέμβαση υψηλού επιπέδου, στην κυβέρνηση φοβούνται σοβαρό «ατύχημα» κατά την πέμπτη αξιολόγηση, παρότι ο πρωθυπουργός, μιλώντας στο εντευκτήριο της Βουλής, φάνηκε να προεξοφλεί την ομαλή κατάληξή της, ώστε να κλείσει αμέσως μετά και πριν το τέλος του χρόνου η διαπραγμάτευση για το χρέος.
Το ζητούμενο από την ελληνογερμανική συνάντηση κορυφής στο Βερολίνο είναι, για την ελληνική πλευρά, να αλλάξουν οι εντολές που έχει ως τώρα η τρόικα για την αξιολόγηση, ώστε να ανοίξουν τα περιθώρια για μια πολιτική διευθέτηση των μνημονιακών εκκρεμοτήτων, σε ένα χαλαρότερο διαπραγματευτικό πλαίσιο.
Αυτό διότι η μέχρι στιγμής στάση της τρόικας, όπως φάνηκε καθαρά στις προκαταρκτικές επαφές στο Παρίσι, είναι αυστηρά τεχνοκρατική, με έντονη διάθεση να εφαρμοσθούν χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση οι πρόνοιες του αναθεωρημένου μνημονίου, αλλά και με υπέρμετρα αυστηρές, σύμφωνα με την Αθήνα, τοποθετήσεις για τα δημοσιονομικά. Αυτή η στάση οδηγεί εκ των πραγμάτων σε αδιέξοδο και σε παράταση άγνωστης διάρκειας των διαπραγματεύσεων, καθώς:
– Η κυβέρνηση βρίσκεται πολύ πίσω στην εκπλήρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων και παραδέχεται ότι σχεδόν οι μισές παραμένουν «στα χαρτιά», χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις, για πολιτικούς και για τεχνικούς λόγους, να τις εκπληρώσει εγκαίρως, ή, έστω, με μικρή χρονική υστέρηση.
– Για πολιτικά επικίνδυνες μνημονιακές δεσμεύσεις των αμέσως επόμενων μηνών, με κορυφαία βεβαίως την υποχρέωση να περάσει από τη Βουλή η νέα μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, η κυβέρνηση επιδιώκει να μετατεθούν στις… ελληνικές καλένδες, δηλαδή να υλοποιηθούν στη μετά το μνημόνιο (και τις εκλογές…) εποχή.
– Στα δημοσιονομικά, είναι πλέον φανερό ότι, εάν η τρόικα δεν αλλάξει τις προβλέψεις της για το δημοσιονομικό κενό του 2015, η συζήτηση θα πρέπει να περιστραφεί στην επιβολή πρόσθετων μέτρων, κάτι που θεωρείται πολιτικά απαγορευτικό για την κυβέρνηση.
Ο μόνος τρόπος να αλλάξει το κλίμα της διαπραγμάτευσης δεν είναι άλλος από το να δοθούν «άνωθεν» οδηγίες στην τρόικα, για υιοθέτηση χαλαρότερης στάσης. Τυπικά, αυτό δεν είναι απλό, αφού η τρόικα εποπτεύεται από το Eurogroup, το οποίο, ως τώρα, ακολουθεί σκληρή γραμμή έναντι της Ελλάδας. Όλοι αντιλαμβάνονται, όμως, ότι εάν, στις 23 Σεπτεμβρίου, η Γερμανίδα καγκελάριος δώσει το πολιτικό «σήμα» για χαλάρωση της στάσης της τρόικας, οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν τη «γραμμή» του Βερολίνου.
Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι ποια «αντίδωρα» θα προσφέρει ο Έλληνας πρωθυπουργός στη γερμανική πλευρά, ώστε να βρει ευήκοον ους της Α. Μέρκελ για τα αιτήματά του. Ως γνωστόν, τέτοιες διαπραγματεύσεις κορυφής γίνονται σε αυστηρό πλαίσιο «δούναι-λαβείν» και τίποτα δεν παρέχεται χωρίς ανταλλάγματα.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ο κ. Σαμαράς έχει αποφασίσει πλέον να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στο θέμα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους, που κατ’ εξοχήν «καίει» τη γερμανική κυβέρνηση. Ουσιαστικά, θα «ανάψει πράσινο» για να δοθεί η λύση που θα επιλέξει η ευρωπαϊκή πλευρά, διαβεβαιώνοντας τη γερμανίδα καγκελάριο ότι η Ελλάδα δεν θα «σιγοντάρει» τυχόν προτάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για πιο δραστικές λύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο και με τρόπο που ερμηνεύθηκε σαν κίνηση καλής θέλησης προς τους Ευρωπαίους, η Αθήνα απέφυγε να υποστηρίξει το σχέδιο του ΔΝΤ, για μια ειδική διάσκεψη για το ελληνικό χρέος τον Νοέμβριο, σχέδιο που ήταν φανερό ότι είχε στόχο να μεγιστοποιήσει την πίεση στους Ευρωπαίους για μια διευθέτηση σύμφωνη με τους όρους του ΔΝΤ. Επιπλέον, όμως, ο πρωθυπουργός εσχάτως φρόντισε να «εξαφανίσει» από τις σημαντικές δημόσιες ομιλίες του κάθε υπαινιγμό για ελάφρυνση του χρέους, σκιαγραφώντας ένα νέο, λιγότερο φιλόδοξο στόχο της ελληνικής πλευράς: την εξασφάλιση «πιστοποίησης βιωσιμότητας» του ελληνικού χρέους από τους δανειστές της χώρας.