Ολοκληρώνεται σήμερα το πρώτο σκέλος των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους εκπροσώπους των θεσμών, καθώς ύστερα από τη σημερινή συνάντηση με τους κ.κ. Τσακαλώτο και Σταθάκη αναμένεται να αναχωρήσουν για να επιστρέψουν στις 15 Φεβρουαρίου. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ημερών έχει προκύψει, αν και δεν έχει τεθεί επισήμως, το ενδεχόμενο επιπλέον απαιτήσεων από την πλευρά των πιστωτών. Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Κομισιόν και του επίτροπου Πιέρ Μοσκοβισί, άλλωστε, μιλά για «πρόσθετα μέτρα για το 2016, εκτός των ήδη συμφωνηθέντων.Και ενώ ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από το Λονδίνο κατηγόρησε τους θεσμούς πως δεν ανοίγουν τα χαρτιά τους στο Ασφαλιστικό, στην Αθήνα χθες ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος έλεγε για μια δεύτερη φορά μέσα σε τρεις μέρες πως οι θέσεις των δανειστών «είναι γνωστές» και ότι, αν και «δεν έχουν ζητήσει ανοικτά την περικοπή συντάξεων», εμμένουν στην σύνδεση της καταβολής της εθνικής σύνταξης με το συνολικό εισόδημα των συνταξιούχων, την αύξηση της 15ετίας σε 20ετία για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος κλπ.Επί της ουσίας οι δανειστές έχουν θέσει εμμέσως θέμα της περικοπής των συντάξεων, γιατί από τη μια ζητούν περικοπή 1,8 δισ. από τις συντάξεις, από την άλλη δεν λένε «ναι» στην αύξηση των εισφορών που προτείνει η κυβέρνηση, δείχνοντάς της πως πρέπει να ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση.Αλλά και ο κύριος Γιώργος Κατρούγκαλος απέφυγε χθες και πάλι, όπως και την περασμένη Τρίτη, να μιλήσει για «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης, λέγοντας και τις δύο φορές μία φράση που είχε ετοιμάσει από πριν εν είδει μηνύματος, ότι δηλαδή ευελπιστεί πως θα προκύψει σύντομα «μια λύση συμφέρουσα για τον τόπο». Πίσω από τις λέξεις, φαίνεται να συνδέει δηλαδή τις σκληρές αποφάσεις για το Ασφαλιστικό με την ολοκλήρωση της Αξιολόγησης και την επίτευξη Συμφωνία για το χρέος, κάτι που έκανε ευθέως χθες η Κριστίν Λαγκάρντ που είπε ότι αν δεν κλείσει το Ασφαλιστικό ώστε να καταστεί βιώσιμο, δεν μπορούν να προχωρήσουν και οι αποφάσεις για το χρέος.Ορθάνοιχτο παραμένει και το θέμα των αλλαγών στη φορολογία. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΔΝΤ δεν συμφωνεί με το σενάριο για την επιβολή ενός ανώτατου φορολογικού συντελεστή 50% και άνω, για όσους έχουν ετήσια εισοδήματα πάνω από 50.000-60.000 ευρώ, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο το ελληνικό Δημόσιο «θρέφει» τη φοροδιαφυγή και όχι τα φορολογικά έσοδα. Η πίεση αυτή διαφαίνεται πως μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη πίεση και σε πιο χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια, κάτω ίσως και από τα 30.000 ευρώ το χρόνο.