Για τους ξένους, η Ελβετία σημαίνει Αλπικά όρη, αγελάδες, σοκολάτες – και φοροδιαφυγή. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές στις ΗΠΑ. Από τη στιγμή που εκτέθηκε η σκοτεινή πλευρά των νόμων μυστικότητας των τραπεζών της Ελβετίας από τις αρχές των ΗΠΑ το 2007, 85 ελβετικές τράπεζες έχουν πληρώσει ένα σύνολο 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ποινές και αποζημιώσεις για ισχυρισμούς πως βοήθησαν τους αμερικανούς πελάτες τους να αποφύγουν τους φοροεισπράκτορες.
Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε τη Reyl, μια μικρή ελβετική τράπεζα με έδρα στη Γενεύη, από το να ανοίξει υποκατάστημα στο Ντάλας του Τέξας αυτόν τον μήνα. «Θεωρήσαμε πως ήταν μια αντιδημοφιλή ευκαιρία» λέει ο Φρανσουά Ρέιλ, ο διευθύνων σύμβουλος ο πατέρας του οποίου ίδρυσε την τράπεζα το 1988. Οι πελάτες σήμερα συμμορφώνονται απόλυτα με τους φόρους, λέει, και πηγαίνουν σε εκείνον για βοήθεια για να επεκτείνουν ασφαλώς τα περιουσιακά τους στοιχεία σε δολάρια – και για την εκλεπτυσμένη ελβετική εξυπηρέτηση.
«Υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ελβετική χροιά στην προσέγγισή μας» λέει ο κ. Ρέιλ χαρούμενα.
Το πείραμά του στο Τέξας είναι ένα παράδειγμα του τρόπου που οι ελβετοί επιχειρηματίες επιχειρούν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους ύστερα από μια σειρά κρίσεων και σκανδάλων που απείλησαν τη φήμη της χώρας. Τα 8 εκατομμύρια πολιτών της Ελβετίας είναι οι πλουσιότεροι του κόσμου και, παρ’ ότι δεν ανήκει στην ΕΕ, η χώρα φιλοξενεί κάποιες από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρώπης, όπως η Nestlé, η Novartis και η Zurich Insurance.
Δεν είναι μόνο οι ενέργειες των ΗΠΑ κατά των ελβετικών τραπεζών που απείλησαν τη «μάρκα» της Ελβετίας. Η με έδρα στη Ζυρίχη Fifa χτυπήθηκε πέρυσι από σκάνδαλο διαφθοράς, το οποίο έθεσε το μέλλον της ως διοικητικό σώμα του ποδοσφαίρου υπό αμφισβήτηση και δημιούργησε αμφιβολίες για τον τρόπο που η Ελβετία επιτηρεί τους πολυεθνικούς οργανισμούς που βρίσκονται στην ουδέτερη επικράτειά της.
Την ίδια στιγμή, οι απότομες μεταβολές στο ελβετικό φράγκο έχουν υπονομεύσει τη φήμη της σταθερότητάς του. Έχουν επίσης βλάψει τον τουρισμό και τις εξαγωγές της. Οι ελβετοί ωρολογοποιοί – ήδη υπό την απειλή του iWatch της Apple – έχουν δεχτεί σοβαρό χτύπημα.
Καταναλωτικές έρευνες έχουν δείξει πως η φήμη των ελβετικών τραπεζών έχει υποφέρει στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο βασίλειο. «Όποτε υπάρχει ελβετική σημαία στις ειδήσεις, αυτό βλάπτει την εικόνα μας» λέει ελβετός τραπεζίτης που βρίσκεται στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, οι ίδιες έρευνες δείχνουν πως η «μάρκα» της Ελβετίας παραμένει ισχυρή παγκοσμίως. Η χώρα είναι ελκυστική και θεωρείται πολιτικά σταθερή στην Κίνα και στις αναδυόμενες αγορές. Η UBS και η Credit Suisse, οι δύο μεγαλύτερες τράπεζές της, έχουν φιλόδοξα σχέδια να ηγηθούν της αγοράς στη διαχείριση του αναδυόμενου πλούτου στην Ασία.
«Οι αντιλήψεις για την Ελβετία δεν έχουν αλλάξει» λέει ο Νικολά Μπιντώ, επικεφαλής της Presence Switzerland, μια κυβερνητική υπηρεσία που παρακολουθεί την εικόνα της. «Μπορεί μάλιστα να είμαστε σε καλύτερη κατάσταση επειδή είμαστε ακόμη εδώ, δεν τα παρατήσαμε.»
Αυτό υποδεικνύει πως υπάρχει ακόμη ζωή για το οικονομικό μοντέλο της χώρας, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές. Οι τράπεζές της κλονίστηκε από την αναστάτωση στην αγορά, ενώ το ισχυρό φράγκο συνέβαλε στον περιορισμό της ανάπτυξης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στο 0,9% το 2015.
Θα μπορούσε επίσης να καθοδηγήσει τους πολιτικούς παράγοντες αλλού στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η Ελβετία θεωρείται ως ένα πιθανό μοντέλο εάν οι βρετανοί ψηφίσουν υπέρ της εξόδου από την ΕΕ στο δημοψήφισμα του Ιουνίου.
Μία εξήγηση για την αντοχή της Ελβετίας είναι πως οι αμερικανικές ενέργειες κατά της φοροδιαφυγής ενίσχυσαν την εικόνα της ως άσυλο από παρεμβατικούς πολιτικούς, καλοήθεις ή όχι, εγχώριους ή ξένους. Η παραδοσιακή ουδετερότητα της Ελβετίας και ο οικονομικός φιλελευθερισμό της κάνουν τη χώρα «πειρατικό λιμάνι», λέει ο Μαρκ Πιθ, καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. «Εάν δείτε όλο το εύρος των εταιρειών και των οργανισμών, θα πρέπει να αναρωτηθείτε: γιατί έρχονται στην Ελβετία;»
Το κεφάλαιο της φοροδιαφυγής είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι στην ιστορία της Ελβετίας, υποστηρίζει ο Ντομινίκ φον Ματ, επικεφαλής της Jung von Matt, εταιρείας συμβούλων στη Ζυρίχη. «Υπάρχει ένα επίπεδο πάνω από αυτό που είναι πιο σημαντικό – οι παράγοντες της ασφάλειας και της υπευθυνότητας, κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό.»
Η Ελβετία έχει επωφεληθεί από την κατάστασή της ως καταφύγιο τουλάχιστον από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παραμένοντας επισήμως ουδέτερη πέτυχε να μην καταστραφεί η βιομηχανική της βάση. Καθώς οι χρηματοπιστωτικές αγορές παγκοσμιοποιήθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, οι αυστηροί νόμοι της περί τραπεζικής μυστικότητας «παρείχαν ένα χρήσιμο εργαλείο», σύμφωνα με τον Κλάιβ Τσερτς, καθηγητή ευρωπαϊκής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Όμως αυτού του είδους τα χαρακτηριστικά δεν εκτιμήθηκαν αλλού. Ο Χάρολντ Γουίλσον, πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, απέρριψε τους ελβετούς τραπεζίτες ως τα «ξωτικά της Ζυρίχης» κατά τη διάρκεια μιας κρίσης της λίρας το 1964.
Η πολιτική σταθερότητα εξασφαλίζεται από ένα σύστημα «άμεσης δημοκρατίας», όπου οι ψηφοφόροι έχουν την τελευταία λέξη μέσω συχνών δημοψηφισμάτων, και φεντεραλισμού, ο οποίος κατανέμει την εξουσία σε 26 καντόνια. Ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των καντονίων σημαίνει πως οι πολίτες και οι επιχειρήσεις της Ελβετίας πληρώνουν από τα χαμηλότερα ποσοστά του κόσμου.
«Είναι ένα συνοχικό σύστημα που δε δίνει πολλή εξουσία σε κανέναν» λέει ο Μάικλ Αμπούλ, πρώην ελβετός διπλωμάτης που πλέον διδάσκει στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης.
Οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ο ΟΗΕ στη Γενεύη, και ο Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών στη Βασιλεία, έχουν επωφεληθεί από την ουδετερότητα της Ελβετία, ενώ η Fifa εξελίχθηκε ως αθλητική «ομοσπονδία» χωρίς να ανησυχεί για την αδιάκριτη επίσημη επιτήρηση.
Όμως η ελβετική φήμη της πολιτική οξύνοιας βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σοβαρή πρόκληση τη δεκαετία του 1990. Υπονόμευσε τη δύναμη της αμερικανικής κατακραυγής για τον τρόπο που διαχειρίστηκε τους αδρανείς τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, η οποία επεκτάθηκε σε διαφωνίες για τη διαχείριση των προσφύγων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κλίμακα της βοήθειάς της προς το ναζιστικό καθεστώς. Μια αποζημίωση 1,25 δισεκατομμυρίων δολαρίων συμφωνήθηκε το 1998.
Στη συνέχεια ήρθε η διερεύνηση των ελβετικών αρχών από τις αμερικανικές αρχές, πυροδοτούμενες από τις αποκαλύψεις του πληροφοριοδότη της UBS Μπράντλι Μπίρκενφελντ. Ιδιωτικά, ελβετοί τραπεζίτες και κάποιοι πολιτικοί λένε πως η Βέρνη ενέδωσε πολύ γρήγορα στη συμφωνία για ανταλλαγή πληροφοριών με τις ΗΠΑ. Ένας συμβιβασμός-ορόσημο συμφωνήθηκε το 2009 με την UBS, η οποία πλήρωσε ποινή 780 εκατομμυρίων δολαρίων. Η Credit Suisse δέχθηκε το μεγαλύτερο χτύπημα όταν δέχτηκε πρόστιμο 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2014.
Η εικόνα της Ελβετίας στην Ευρώπη πλήγηκε επίσης από τις αποκαλύψεις για χρήση τραπεζικών λογαριασμών για την απόκρυψη πλούτου. Δικαστικές έρευνες συνεχίζονται στη Γαλλία και το Βέλγιο κατά της UBS, ενώ η Credit Suisse κατέληξε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό 150 εκατομμυρίων ευρώ το 2011 με το γερμανικό κρατίδιο της Βορείου Ρηνανίας-Βεστφαλίας.