Η πολιτική ασύλου που προέκυψε από της διαπραγματεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης του περασμένου μήνα με την Τουρκία τέθηκαν σε ισχύ στις 4 Απριλίου, όταν 202 αιτούντες ασύλου απελάθηκαν από την Ελλάδα. Η πολιτική εμπεριέχει τέσσερα βασικά λάθη.
· Συζητήθηκε με την Τουρκία και επιβλήθηκε στην ΕΕ από τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
· Είναι εξαιρετικά υποχρηματοδοτούμενη.
· Δεν είναι εθελοντική, καθώς καθορίζει ποσοστά στα οποία αντιτίθενται πολλά κράτη-μέλη και απαιτεί από τους πρόσφυγες να εγκατασταθούν σε χώρες όπου δε θέλουν να ζήσουν.
· Μετατρέπει την Ελλάδα ουσιαστικά σε κέντρο κράτησης με ανεπαρκείς υποδομές για τους αριθμούς των αιτούντων ασύλου που βρίσκονται ήδη εκεί.
Όλες αυτές οι ελλείψεις μπορούν να διορθωθούν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε εμμέσως κάποια από αυτά στις 6 Απριλίου στο πλαίσιο των νέων προτάσεων για τη μεταρρύθμιση του συστήματος ασύλου της Ευρώπης. Όμως οι προτάσεις της Κομισιόν συνεχίζουν να βασίζονται σε υποχρεωτικά ποσοστά. Αυτό δε θα δουλέψει ποτέ. Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς καλεί σε ανοιχτό διάλογο.
Μια συνολική πολιτική ασύλου για την Ευρώπη θα πρέπει να θέσει έναν στέρεο και αξιόπιστο ετήσιο στόχο 300.000-500.000 προσφύγων. Αυτός είναι αρκετά μεγάλος για να καθησυχάσει τους πρόσφυγες πως θα μπορούν εν τέλει να φτάσουν στον προορισμό τους, αλλά και αρκετά μικρός για να μπορεί να προσαρμοστεί ακόμη και στο σημερινό δυσμενές πολιτικό κλίμα.
Υπάρχουν κατεστημένες τεχνικές για την εθελοντική αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης σε άλλους τομείς, όπως η αντιστοίχιση μαθητών σε σχολεία και ασκούμενων γιατρών σε νοσοκομεία. Στην περίπτωση των προσφύγων, όσοι είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση θα πρέπει να περιμένουν περισσότερο από όσους δέχονται την κατεύθυνση που τους απονέμεται. Οι καταγεγραμμένοι αιτούντες ασύλου θα χρειάζεται να περιμένουν τη σειρά τους εκεί που βρίσκονται ήδη.
Αυτό θα ήταν πολύ φτηνότερο και λιγότερο επώδυνο από το υπάρχον χάος, του οποίου οι μετανάστες είναι το βασικό θύμα. Όσοι κλέβουν σειρά θα χάνουν τη θέση τους – κάτι που θα έπρεπε να είναι επαρκές κίνητρο για να ακολουθούν τους κανόνες.
Αυτό το σχέδιο θα χρειαζόταν τουλάχιστον 30 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Αυτό συμπεριλαμβάνει την παροχή στην Τουρκία και άλλες χώρες «πρώτης γραμμής» αρκετής οικονομικής στήριξης ώστε να μπορούν οι πρόσφυγες που μένουν εκεί να εργαστούν και να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, τη δημιουργία κοινής υπηρεσίας ασύλου της ΕΕ και συνοριακής δύναμης, την αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού χάους στην Ελλάδα, και τη θέσπιση κοινών προτύπων στην ΕΕ για την υποδοχή και την ενσωμάτωση των προσφύγων.
Η ΕΕ έχει αναμφίβολα τη δυνατότητα να συγκεντρώσει τουλάχιστον 30 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, τα οποία αντιστοιχούν σε λιγότερο από 0,25% του συνδυαστικού ΑΕΠ των 28 μελών της που ξεπερνά τα 16 τρισεκατομμύρια ευρώ, και λιγότερο από 0,5% των συνολικών δαπανών των εθνικών της κυβερνήσεων. Αυτό που απουσιάζει είναι η πολιτική βούληση. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ αποτρέπουν τα περισσότερα μέλη της από το να έχουν μεγαλύτερα ελλείμματα και να τα χρηματοδοτούν εκδίδοντας νέο χρέος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχει τεθεί το ερώτημα, πόσο μάλλον συζητηθεί σοβαρά.
Αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να επιβληθούν νέοι φόροι για να αντιμετωπιστεί η προσφυγική κρίση. Η συγκέντρωση ανεπαρκών χρημάτων κάθε χρόνο δε θα κάνει τη δουλειά. Αντίθετα, η χρηματοδότηση «κατά κύματα» θα έδινε τη δυνατότητα στην ΕΕ να αντιδράσει πιο αποτελεσματικά σε κάποιες από τις πιο επικίνδυνες συνέπειες, συμβάλλοντας στη μετατόπιση των οικονομικών, των πολιτικών και των κοινωνικών δυναμικών από την ξενοφοβία και την αντιπάθεια προς τα εποικοδομητικά αποτελέσματα που ευνοούν και τους πρόσφυγες και τις χώρες. Μακροπρόθεσμα, αυτό θα μείωνε τις συνολικές δαπάνες της Ευρώπης για τον έλεγχο και την ανάκαμψη από την προσφυγική κρίση.
Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της χρήσης του ισολογισμού της ΕΕ για χρηματοδότηση του «κύματος». Με τα παγκόσμια επιτόκια να βρίσκονται κοντά σε ιστορικά χαμηλά, τώρα είναι μια εξαιρετικά κατάλληλη στιγμή για να χρησιμοποιηθεί η πιστοληπτική ικανότητα βαθμού ΑΑΑ της ΕΕ. Αυτό θα είχε το επιπλέον πλεονέκτημα της παροχής της απαραίτητης οικονομικής ώθησης. Τα σχετικά ποσά είναι μακροοικονομικής σημασίας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που θα δαπανούνταν σχεδόν άμεσα και θα δημιουργούσαν ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Μια οικονομία σε ανάπτυξη θα διευκόλυνε σημαντικά την απορρόφηση των μεταναστών, είτε πρόκειται για πρόσφυγες είτε για οικονομικούς μετανάστες.
Η ερώτημα είναι πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί η πιστοληπτική ικανότητα της ΕΕ χωρίς την πυροδότηση διαφωνιών, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Πρώτον, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η ΕΕ είναι ήδη ένας δανειολήπτης με βαθμό ΑΑΑ. Κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, η ΕΕ θέσπισε χρηματοπιστωτικά εργαλεία όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, με τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε δεκάδες δισεκατομμυρίων ευρώ υπό ελκυστικούς όρους.
Αυτές οι οντότητες, οι οποίες διατηρούν σημαντική δανειοληπτική ικανότητα, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν για να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση που χρειάζεται για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης. Η χρήση ενός υπάρχοντος μηχανισμού, αν και για νέο σκοπό, θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική από τη δημιουργία ενός νέου. Θα χρειαζόταν μόνο μια πολιτική απόφαση – μία που θα μπορούσε να ληφθεί γρήγορα.
Δύο πηγές χρημάτων – ο ΕΜΧΣ (για τα μέλη της ευρωζώνης) και το ταμείο βοήθειας ισοζυγίου πληρωμών (για τα μέλη της ΕΕ εκτός ευρωζώνης) – θα πρέπει να μπουν σε δουλειά. Και οι δύο στηρίζονται απόλυτα από τον προϋπολογισμό της ΕΕ – και συνεπώς δεν απαιτούν εθνικές εγγυήσεις ή την έγκριση εθνικών κοινοβουλίων. Το σύνολο της ακαθάριστης δανειακής τους δυνατότητας είναι 110 δισεκατομμύρια ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί στα ετήσια έσοδα του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ δανειακής δυνατότητας του ταμείου βοήθειας ισοζυγίου πληρωμών είναι σχεδόν πλήρως αχρησιμοποίητο. Ο ΕΜΧΣ έχει προσφέρει περίπου 46,8 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία, όμως έχει σημαντική επιπλέον δυνατότητα. Συνολικά έχουν περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια ευρώ δυνατότητας, και αυτή μεγαλώνει κάθε χρόνο καθώς τα δάνεια της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας ξεπληρώνονται.
Όπως και με την κρίση του ευρώ, η προσφυγική κρίση απαιτεί μια γρήγορη απάντηση. Διαφέρει, ωστόσο, από την κρίση του ευρώ στο ότι οι ευεργετούμενες χώρες – Ιορδανία, Τουρκία και Ελλάδα – βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μιας συλλογικής ευρωπαϊκής επιχείρησης. Δικαιούνται επιχορηγήσεις και δε θα πρέπει να υποχρεωθούν να ξεπληρώσουν τα χρήματα που λαμβάνουν. Αντίθετα, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της θα πρέπει να βρουν νέες πηγές φορολογικών εσόδων για να ξεπληρώσουν τη χρηματοδότηση.
Τα νέα φορολογικά έσοδα θα μπορούσαν να προέλθουν από ένα εύρος πηγών, συμπεριλαμβανομένου του πανευρωπαϊκού φόρου προστιθέμενης αξίας που ήδη προσφέρει έσοδα, ενός ειδικού φόρου στη βενζίνη, όπως πρότεινε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ή ενός νέου φόρου στους εισερχόμενους επισκέπτες στην ΕΕ και στις αιτήσεις βίζας, ο οποίος θα μετέφερε μέρος του βάρους στους μη πολίτες της ΕΕ.
Παρ’ ότι θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να επιβληθούν οι νέοι φόροι, οι ομολογιούχοι θα επιθυμούν επιβεβαίωση ότι τα ομόλογά τους θα εξυπηρετηθούν και θα αποπληρωθούν. Για αυτόν τον λόγο η ΕΕ θα πρέπει να εγγυηθεί πως θα έχει δημιουργήσει τα νέα φορολογικά έσοδα μέχρι να χρειαστούν, ακόμη κι αν η ακριβής πηγή δεν έχει διευκρινιστεί.
Παραμένει το ερώτημα πώς θα δημιουργηθεί η απαραίτητη πολιτική βούληση. Η ΕΕ είναι χτισμένη σε δημοκρατικές αρχές. Υπάρχει μια σιωπηλή πλειοψηφία που επιθυμεί τη συντήρηση της Ένωσης, ακόμη κι αν αυτή δεν είναι αυτή τη στιγμή ένας εύρυθμος θεσμός. Οι πολιτικοί αρχηγοί αυτής της πλειοψηφίας θα την ακούσουν και θα κάνουν τις φωνές της να ακουστούν.
Η προσφυγική κρίση παρουσιάζει μιαν υπαρξιακή απειλή για την Ευρώπη. Θα ήταν ανεύθυνο να επιτραπεί στην ΕΕ να αποσυντεθεί λόγω της απουσίας χρηματοδότησης που χρειάζεται για τον έλεγχο της κρίσης. Ωστόσο, η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης αποτελεί το κύριο εμπόδιο για την επιτυχία των προγραμμάτων στις χώρες της πρώτης γραμμής. Σε όλη την ιστορία, οι κυβερνήσεις εξέδιδαν ομόλογα ως αντίδραση στις εθνικές έκτακτες ανάγκες. Πότε θα πρέπει η ΕΕ να χρησιμοποιήσει την πιστοληπτική της ικανότητα αν όχι σε μια στιγμή που βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο;