Βραχυπρόθεσμα, η συνεχιζόμενη τραπεζική κρίση της Ιταλίας μπορεί να αναζωπυρωθεί ξανά και να απειλήσει την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Πιο μακροπρόθεσμα, η Ιταλία μπορεί να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την ευρωζώνη, κάτι που θα βάλει σε κίνδυνο το ίδιο το κοινό νόμισμα.
Η πλευρά του «όχι» αναμενόταν ευρέως να κερδίσει. Όμως το εύρος της νίκης – ένα εντυπωσιακό 59% των ψήφων – ήταν αναπάντεχο και σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσε θρίαμβο των αντικαθεστωτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα του Κινήματος Πέντε Αστέρων. Το κίνημα, με αρχηγό τον κωμικό Μπέπε Γκρίλο, προηγείται στις δημοσκοπήσεις και υποστηρίζει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή στην ευρωζώνη, και τώρα απαιτεί άμεσες γενικές εκλογές.
Οι περισσότεροι ιταλοί σχολιαστές έχουν υποτιμήσει τη σημασία του δημοψηφίσματος για την υπόλοιπη Ευρώπη. Υποστηρίζουν πως μια νέα υπηρεσιακή κυβέρνηση, πιθανότατα υπό τον τεχνοκράτη υπουργό Οικονομικών Πιέρ Κάρλο Παντοάν, θα μεταρρυθμίσει τους εκλογικούς νόμους για να κρατήσει το Κίνημα Πέντε Αστέρων μακριά από την εξουσία. Και ακόμη κι αν το Κίνημα Πέντε Αστέρων κατακτήσει την πλειοψηφία στο κάτω σώμα του ιταλικού κοινοβουλίου, δε θα έχει πλειοψηφία στη Γερουσία, οπότε δε θα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση, εκτός κι αν αθετήσει την υπόσχεσή του να μη συμμετάσχει σε συμμαχίες. Σε κάθε περίπτωση, λέει ο ισχυρισμός, το δημοψήφισμα για την ευρωζώνη θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί, επειδή θα απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση.
Όλα αυτά μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά χάνουν την ευρύτερη εικόνα. Ο Ρέντσι ήταν η καλύτερη – και ίσως η τελευταία – ελπίδα του υπέρ της ΕΕ κατεστημένου να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και χρειάζονται για να εξασφαλιστεί το μακροπρόθεσμο μέλλον της Ιταλίας στην ευρωζώνη. Προχωρώντας με μια αδύναμη τεχνοκρατική κυβέρνηση, ουσιαστικά θα μετατραπεί σε ατύχημα που περιμένει να γίνει. Και με την ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά και τη Forza Italia του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι να αντιτίθενται επίσης στο ευρώ, μια κυβέρνηση κατά του ευρώ είναι πιθανό να ανέλθει στην εξουσία σε κάποιο σημείο – ίσως μετά από τις επόμενες γενικές εκλογές, οι οποίες αναμένονται το 2018 (αλλά μπορεί να γίνουν και την ερχόμενη άνοιξη). Τότε όλα τα στοιχήματα θα είναι ανοιχτά.
Το άμεσο πρόβλημα είναι οι τράπεζες-ζόμπι της Ιταλίας, οι οποίες είναι ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένες, ανεπαρκώς επικερδείς και επιβαρυμένες από επισφαλή δάνεια. Αυτές οι τράπεζες χρειάζονται να μαζέψουν νέο κεφάλαιο, κάτι που ήδη είχε αποδειχθεί δύσκολο και πριν από το δημοψήφισμα, και μπορεί τώρα να είναι αδύνατον εν μέσω έντονης πολιτικής αβεβαιότητας.
Το κεφάλαιο εγκαταλείπει την Ιταλία, όπως παρατηρεί η Κάρμεν Ρέινχαρτ. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, οι οποίες αυξήθηκαν απότομα πριν από το δημοψήφισμα, έχουν ως τώρα σταθερές. Εάν ανέβουν, ωστόσο, οι ευάλωτοι ισολογισμοί των ιταλικών τραπεζών θα επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο. Και επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη αγοράσει πολλά ιταλικά ομόλογα μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, δε θα μπορούσε να επέμβει άμεσα περισσότερο.
Η τράπεζα σε μεγαλύτερο κίνδυνο είναι η Monte dei Paschi di Siena, η οποία προσπαθεί να συγκεντρώσει 5 δισεκατομμύρια ευρώ νέου κεφαλαίου. Εάν δεν τα καταφέρει, η κυβέρνηση πιθανώς θα της προμηθεύσει δημόσιο χρήμα για να αποτρέψει την κατάρρευσή της. Αυτό, με τη σειρά του, θα απαιτήσει από τους κατώτερους ομολογιούχους της MPS να επωμιστούν απώλειες, εκτός κι αν η κυβέρνηση αθετήσει τους κανόνες «bail-in» της ΕΕ, κάτι που θα υπονομεύσει τη νέα τραπεζική ένωση της ευρωζώνης. Παρ’ ότι οι μικροί επενδυτές που είχαν αγοράσει εσφαλμένα ομόλογα μπορεί να αποζημιωθούν, όμως οι μεγάλοι, πολιτικά ισχυροί, όχι.
Τα προβλήματα της MPS θα μπορούσαν να έχουν ευρύτερες οικονομικές συνέπειες. Η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, η UniCredit, η οποία βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την MPS, μπορεί να δυσκολευτεί να μαζέψει τα περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ευρώ που αναζητά. Επειδή πολλές τράπεζες της ευρωζώνης παραμένουν αδύναμες, η κρίση μπορεί τότε να εξαπλωθεί.
Πιο μακροπρόθεσμα, μπορεί να κινδυνέψει η θέση της Ιταλίας στην ευρωζώνη. Εκτός αν η Ιταλία υλοποιήσει ριζικές μεταρρυθμίσεις για να διαχειριστεί τη δυσκίνητη ανάπτυξή της, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα μπορούσε να έχει βιώσιμο μέλλον σε μια δυσλειτουργική νομισματική ένωση, όπου κυριαρχεί η μερκαντιλιστική, αποπληθωριστική Γερμανία.
Η οικονομία της Ιταλίας δεν είναι μεγαλύτερη σήμερα απ’ ότι ήταν το 2000. Το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές έχει βυθιστεί. Και παρά την ώθηση από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ένα αδύναμο ευρώ και τις πιο χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές των τελευταίων ετών, η παραγωγή αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό χαμηλότερο του 1%. Επιπλέον, η Ιταλία μετά δυσκολίας κατάφερε να σταθεροποιήσει το δημόσιο χρέος της – που φτάνει σήμερα το 133% του ΑΕΠ – ακόμη κι όταν οι αποδόσεις των ομολόγων έφταναν πρωτοφανή χαμηλά. Και μια οικονομική πτώση ή μια άνοδος των επιτοκίων μπορεί, συνεπώς, να εκτοξεύσει ξανά το δημόσιο χρέος – και η Ιταλία δεν μπορεί να περιμένει από την ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει τα ομόλογά της επ’ αόριστον.
Η πολιτική κατάσταση της Ιταλίας – σηματοδοτούμενη από μια ατελείωτη δυστυχία και αυξανόμενη απέχθεια για την ΕΕ και τη Γερμανία – είναι εξίσου μη βιώσιμη. Η ανεργία των νέων βρίσκεται στο 37%. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ευρωζώνης συνεχίζουν να ερεθίζουν. Και οι κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν κάνει ελάχιστα για να βοηθήσουν την Ιταλία να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση.
Οι ιταλοί ήταν κάποτε ενθουσιώδεις φιλοευρωπαίοι, και έβλεπαν τη διακυβέρνηση της ΕΕ ως προτιμότερη σε σχέση με τη διεφθαρμένη εγχώρια διαχείριση. Όμως η στήριξη για το ευρώ, την ΕΕ και το φιλοευρωπαϊκό κατεστημένο της χώρας έχει βουλιάξει.
Και μόνο η πιθανότητα της εξόδου της Ιταλίας από την ευρωζώνη – κάτι που θα σημαίνει την μεταφορά 2,2 τρισεκατομμυρίων ευρώ ιταλικών κρατικών ομολόγων σε υποτιμημένη λιρέτα – θα μπορούσε να πυροδοτήσει χρηματοπιστωτικό πανικό. Επιπλέον, η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για να διασωθεί, και μια κυβέρνηση κατά του ευρώ θα ήταν απρόθυμη ή ανίκανη να συμφωνήσει στους όρους ενός δανείου από την ΕΕ, κάτι που θα ήταν απαραίτητο για να μπορέσει η ΕΚΤ να περιορίσει τον πανικό. Είναι επίσης απίθανο η Γερμανία να προτείνει την είσοδο σε μια δημοσιονομική ένωση της ευρωζώνης, όπου θα πρέπει να αναμειγνύει τα χρέη της με αυτά της Ιταλίας.
Εκτός της ισχυρής ζήτησης στην ευρωζώνη, η Ιταλία χρειάζεται απεγνωσμένα μια γενναία ηγεσία – για να αναδιαρθρώσει τις τράπεζές της, να διαγράψει αθετημένα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια, να μεταρρυθμίσει την οικονομία, να ενισχύσει τις επενδύσεις και να εκκαθαρίσει την πολιτική της. Δεν είναι πολύ καθησυχαστικό, συνεπώς, που και η ευρωζώνη και η Ιταλία μάλλον θα κωλυσιεργήσουν προς το παρόν.