Κάποιοι συσχετίζουν τη νίκη του Τραμπ με την ευρύτερη τάση προς τον λαϊκισμό στη Δύση και συγκεκριμένα στην Ευρώπη, με παράδειγμα την ψήφο του Ηνωμένου Βασιλείου τον Ιούνιο για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλοι εστιάζουν στην παρουσιάσει του Τραμπ ως outsider, ικανού να ανατρέψει το πολιτικό σύστημα με έναν τρόπο που η αντίπαλός του, πρώην υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, δε θα μπορούσε ποτέ. Μπορεί να υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτές τις εξηγήσεις, ιδιαίτερα τη δεύτερη. Όμως κρύβονται περισσότερα σε αυτήν την ιστορία.
Στους μήνες πριν από τις εκλογές, τα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης, οι εδικοί και οι δημοσκόποι επανέλαβαν συνεχώς πως ο Τραμπ είχε πολύ στενό δρόμο για τη νίκη. Αυτό που δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν ήταν η κλίμακα της οικονομικής ανησυχίας που αισθάνονταν οι οικογένειες της εργατικής τάξης λόγω των εκτοπίσεων που προκάλεσε η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση.
Όμως αυτές ανησυχίες ήταν εκτεταμένες, όπως και το αίσθημα αδιαφορίας –και ήταν ο Τραμπ που έκανε επιτέλους αυτήν την ομάδα να αισθανθεί ορατή. Γι’ αυτό ήταν εμφανής η πιθανότητα της νίκης του Τραμπ παρά τη σημαντική διαφορά που είχε πετύχει η Κλίντον στις δημοσκοπήσεις.
Και έγινε η έκπληξη. Ο Τραμπ κέρδισε με μικρή διαφορά πολιτείες που οι Ρεπουμπλικάνοι δεν είχαν κερδίσει επί δεκαετίες (Γουισκόνσιν, Μίσιγκαν και Πενσιλβανία), και κέρδισε με μεγάλη διαφορά στο συνήθως αμφίρροπο Οχάιο.
Μάλιστα, οι Ρεπουμπλικάνοι εξασφάλισαν μια ευρεία νίκη. Το κόμμα διατήρησε τον έλεγχο της Γερουσίας, παρ’ ότι οι Ρεπουμπλικανικές έδρες προς επανεκλογή ήταν διπλάσιες από τις Δημοκρατικές, και έχασαν ελάχιστες έδρες στη Βουλή των Εκπροσώπων, πολύ λιγότερες από το 20% που προβλεπόταν. Επιπλέον, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν υπό έλεγχο 33 κυβερνεία, έναντι των 16 των Δημοκρατών, και έχουν επεκτείνει τις ήδη μεγάλες πλειοψηφίες τους στα πολιτειακά νομοθετικά σώματα. Τώρα, οι συζητήσεις έχουν φύγει από την επικείμενη κατάρρευση του Ρεπουμπλικανού Κόμματος και έχουν στραφεί στην αποκήρυξη, την αταξία και τις δυσοίωνες μελλοντικές προοπτικές των Δημοκρατών.
Μετά τις εκλογές, ο Τραμπ κινήθηκε γρήγορα για να υψώσει το ανάστημά του. Οι Ρεπουμπλικάνοι, ακόμη και αυτοί που αντιτίθονταν στον Τραμπ κατά την προεκλογική εκστρατεία, έχουν συνταχθεί πίσω του. Την ίδια στιγμή, οι Δημοκράτες στην κυβέρνηση – και κυρίως ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα – έχουν σε μεγάλο βαθμό επαναλάβει το γενναιόδωρο ένταλμα της ομιλίας αποδοχής της ήττας της Κλίντον πως θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στον Τραμπ να κυβερνήσει.
Το αναπάντεχο αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών κρύβει τέσσερα σημαντικά μαθήματα, που μπορούν να χρησιμεύσουν σε κάθε αναπτυγμένη δημοκρατία.
Πρώτον, η ανάπτυξη κερδίζει την ανακατανομή. Το ελάχιστα συζητημένο οικονομικό σχέδιο της Κλίντον ήταν να επεκτείνει την αριστερόστροφη ατζέντα του Ομπάμα, ώστε να μοιάζει περισσότερο με τον σοσιαλισμό του αντιπάλου της στον προκριματικό των Δημοκρατικών, του γερουσιαστή του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς. Οι υψηλότεροι φόροι για τους πλούσιους, μαζί με περισσότερες «δωρεάν» (πληρωμένες από τους φορολογούμενους) υπηρεσίες, ήταν, σύμφωνα με εκείνη, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της ανισότητας.
Ο Τραμπ, αντίθετα, προέβαλε μηνύματα για θέσεις εργασίας και εισοδήματα. Παρ’ ότι ο Τύπος ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τις πιο υπερβολικές και αμφιλεγόμενες δηλώσεις του, ήταν κυρίως το οικονομικό μήνυμα που κέρδισε τη στήριξη. Ο κόσμος θέλει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον – και αυτό προέρχεται από την άνοδο των εισοδημάτων, όχι από την προσφορά μεγαλύτερου κομματιού της πίτας από την κυβέρνηση.
Το δεύτερο μάθημα έχει να κάνει με την αψήφηση, και πόσο μάλλον τη συγκαταβατική αντιμετώπιση, των ψηφοφόρων. Από το ξεκίνημα, η Κλίντον δεν ήταν ευρέως αρεστή. Αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια της εκστρατείας – όπως για παράδειγμα ότι σε ομιλία της το 2015 είχε πει πως «βαθιά ριζωμένοι πολιτισμικοί κώδικες, θρησκευτικές πεποιθήσεις και δομικές προκαταλήψεις θα πρέπει να αλλάξουν» για να εξασφαλίσουν τα αναπαραγωγικά και άλλα δικαιώματα των γυναικών – ενίσχυσαν τους φόβους πως θα προβάλει υπερβολικά προοδευτική κοινωνική ατζέντα.
Αναγνωρίζοντας αυτές τις ελλείψεις, η Κλίντον προσπάθησε να κερδίσει τις εκλογές παρουσιάζοντας τον Τραμπ ως απαράδεκτο. Όμως τα σχόλιά της ότι οι μισοί υποστηρικτές του Τραμπ ανήκουν στο «καλάθι των ανήθικων» – πως είναι ρατσιστές, σεξιστές, ομοφοβικοί, ξενοφοβικοί και ισλαμοφοβικοί – ενίσχυσαν την εντύπωση πως εκείνη και το κόμμα της περιφρονούν τους ψηφοφόρους του Τραμπ ως ηθικά καταδικαστέους και ακόμη και ανόητους. Αυτού του είδους τα αισθήματα θα μπορούσαν εύκολα να στρέψουν κάποιους αναποφάσιστους ψηφοφόρους κατά της Κλίντον.
Το τρίτο μάθημα είναι πως η δυνατότητα μιας κοινωνίας να απορροφήσει γρήγορες αλλαγές είναι περιορισμένη. Όταν η τεχνολογική πρόοδος και η παγκοσμιοποίηση, πόσο μάλλον η κοινωνική και πολιτισμική αλλαγή, ξεπερνούν τη δυνατότητα των ανθρώπων να προσαρμοστούν, γίνονται δυσάρεστες, άτακτες και καταιγιστικές. Πολλοί ψηφοφόροι – όχι μόνο στην Αμερική – επίσης φοβούνται την τρομοκρατία και τη μετανάστευση, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με αυτές τις γρήγορες αλλαγές.
Εάν προσθέσουμε σε αυτά τις ανησυχίες για την αυξανόμενη επιδημία εξάρτησης από οπιούχα στην Αμερική και την κουραστική και μη ανεκτική μορφή της πολιτικής ορθότητας, για πολλούς η αλλαγή δε μοιάζει ιδιαίτερα με πρόοδο. Εάν τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα δε βρουν τρόπους να διευκολύνουν τις μεταβάσεις, να παρέχουν απορροφητήρες σοκ, και να δεκτούν ετερόδοξες συμπεριφορές και αξίες χωρίς καταδίκη, οι ψηφοφόροι θα αντιδρούν.
Το τελευταίο μάθημα έχει να κάνει με τον κίνδυνο της ιδεολογικής απήχησης. Ο επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός των σοκαρισμένων υποστηρικτών της Κλίντον πως κανείς από όσους γνωρίζουν δε ψήφισε τον Τραμπ αποκαλύπτει τον βαθμό στον οποίο πάρα πολλοί άνθρωποι – και Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκράτες – ζουν σε κοινωνικές, οικονομικές, πληροφοριακές, πολιτισμικές και επικοινωνιακές φούσκες.
Η μειωμένη εμπιστοσύνη στον εθνικό Τύπο, μαζί με την επικράτηση της διαδικτυακής επικοινωνίας, έχει δημιουργήσει έναν κόσμο όπου οι ειδήσεις που διαβάζει ο κόσμος έχουν δημιουργηθεί με στόχο να γίνουν «viral», όχι για να πληροφορήσουν το κοινό. Το αποτέλεσμα δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ειδήσεις. Επιπλέον, οι πληροφορίες που βλέπει ο κόσμος είναι συχνά φιλτραρισμένες, ώστε να εκτίθενται μόνο σε ιδέες που αντικατοπτρίζουν ή ενισχύουν τις δικές τους. (Η συνέπεια αυτού του διαδικτυακού κόσμου είναι πως, όπως ανακάλυψαν Τραμπ και Κλίντον, όλοι βρισκόμαστε ένα χακάρισμα μακριά από το YouTube ή το WikiLeaks, την καλωδιακή τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, τη φήμη ή την κακοφημία.)
Αυτές οι εξελίξεις υπονομεύουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να συμμετάσχουν σε πληροφορημένες, λογικές συζητήσεις, πόσο μάλλον debates, με όσους έχουν διαφορετικές αντιλήψεις, αξίες, ή οικονομικά συμφέροντα. Ακόμη και τα πανεπιστήμια, που υποτίθεται πως προωθούν το μοίρασμα της γνώσης και τον πνευματώδη διάλογο, πλέον τον καταπιέζουν, για παράδειγμα ανακαλώντας δειλά προσκλήσεις ομιλητών σε οποιονδήποτε κάποια ομάδα θεωρεί αντιπαθητικό. Όταν αποτυγχάνουμε να κάνουμε αυτές τους διαλόγους – όταν προτιμούμε τα «safe spaces» από τις δύσκολες συζητήσεις – χάνουμε την καλύτερη ευκαιρία που έχουμε να δημιουργήσουμε συναίνεση για τη λύση κάποιων τουλάχιστον από τα πιο πιεστικά προβλήματα των κοινωνιών μας.