Ενώ οι περισσότεροι θα δουν αυτόν τον ισχυρισμό να αφορά τη Γαλλία, θα μπορούσε επίσης να αναφέρεται στη Γερμανία. Η Άνγκελα Μέρκελ, η οποία βρίσκεται σε πορεία για να κερδίσει μια τέταρτη θητεία ως καγκελάριος, ήταν πολύ καλύτερη στο να ζητά από άλλες χώρες της ευρωζώνης να γίνουν πιο ανταγωνιστικές από ό, τι στη μεταμόρφωση της οικονομίας της Γερμανίας. Εάν το Βερολίνο θέλει να οδηγήσει τη νομισματική ένωση στην επόμενη φάση της διαδικασίας ολοκλήρωσης, η ηγεσία του πρέπει να ξεκινήσει από το εσωτερικό.
Η Γερμανία έχει μία από τις πιο παραγωγικές οικονομίες της ευρωζώνης, αλλά από τότε που η Μέρκελ έγινε καγκελάριος για πρώτη φορά το 2005, οι βελτιώσεις δεν ήταν εντυπωσιακές. Η παραγωγή ανά ώρα εργασίας της Γερμανίας αυξήθηκε κατά 7,3% τη δεκαετία έως το 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, λιγότερο από την ΕΕ ή τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης κρατικού χρέους, η γερμανίδα ηγέτης ορθά επέμεινε ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρέπει να αναθεωρήσουν τις οικονομίες τους ως προϋπόθεση για να λάβουν οικονομική ενίσχυση. Οι χώρες που το έκαναν, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, απολαμβάνουν μια ταχύτερη ανάκαμψη από εκείνες που δεν το έκαναν, για παράδειγμα η Ελλάδα. Η εναλλακτική λύση – τα μετρητά σε αντάλλαγμα για τίποτα – δεν θα ήταν απλώς πολιτικά αδύνατο να διατηρηθεί, αλλά θα είχε μετατρέψει το νότιο άκρο της Ευρώπης σε μια μόνιμα υποβαθμισμένη οικονομική περιοχή, εξαρτώμενη από τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις για τα επόμενα χρόνια.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό που κήρυξε η Μέρκελ στο εξωτερικό, το απέφυγε σε μεγάλο βαθμό στο εσωτερικό. Η ευρωζώνη δικαίως επέμεινε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ανοίξει τα ολιγοπώλια της, αλλά το Βερολίνο έκανε πολύ λίγα πράγματα για να ελευθερώσει τον τομέα των υπηρεσιών του. Η ηλικία συνταξιοδότησης στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία είναι υψηλότερη από τη Γερμανία και η τελευταία κυβέρνηση της Μέρκελ τη μείωσε ακόμη περισσότερο για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων. Το μερίδιο των κεφαλαιουχικών δαπανών σε σχέση με τις συνολικές δαπάνες της γερμανικής κυβέρνησης έπεσε κάτω από την Ελλάδα και την Ιρλανδία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, και βρίσκεται ελάχιστα μπροστά από την Ισπανία.
Φυσικά, ως η οικονομική δύναμη της ζώνης του ευρώ και ο προμαχώνας της δημοσιονομικής ευθύνης, η Γερμανία μπορεί να αντέξει να συνταξιοδοτηθεί νωρίτερα και να αφήσει την κυβέρνησή της να καταναλώσει περισσότερα και να επενδύσει λιγότερα. Το Βερολίνο απολαμβάνει πλεόνασμα του προϋπολογισμού και μπορεί να δανειστεί μέχρι και επτά χρόνια με αρνητικά επιτόκια. Το δημόσιο χρέος της ανήλθε σε μόλις 66,9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και βρίσκεται σταθερά σε καθοδική πορεία.
Ωστόσο, η επιτυχία στο παρελθόν δεν αποτελεί εγγύηση για την υπεροχή στο μέλλον. Ο πληθυσμός της Γερμανίας γηράσκει γρήγορα: Οι δαπάνες για τις συντάξεις σε σχέση με το ΑΕΠ θα αυξηθούν κατά περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050, ενώ το κόστος υγείας και μακροχρόνιας περίθαλψης θα αυξηθεί κατά 1,3 έως 2,1 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών. Η διείσδυση των γρήγορων ευρυζωνικών συνδέσεων καθυστερεί πολύ σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ, θέτοντας ερωτήματα για το αν η γερμανική οικονομία και ιδιαίτερα ο τομέας των υπηρεσιών της είναι καλά εξοπλισμένος για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ψηφιακής επανάστασης.
Το πιο σημαντικό, η ηγεσία στην Ευρώπη φέρνει ευθύνη. Το Βερολίνο θα ήθελε να δημιουργήσει ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο το οποίο θα επιβλέπει την παροχή βοήθειας σε χώρες που βρίσκονται σε κρίση. Το ταμείο αυτό θα αναλάμβανε από την Κομισιόν την ευθύνη της παρακολούθησης των εθνικών προϋπολογισμών με αντάλλαγμα την παροχή πρώιμης και ενδεχομένως πιο γενναιόδωρης οικονομικής βοήθειας.
Δεν είναι σαφές πώς αυτή η ιδέα θα συγκριθεί με πιο φιλόδοξα σχέδια για τον προϋπολογισμό της ζώνης του ευρώ, τα οποία θα προωθήσει ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν. Τελικά, ως η μεγαλύτερη και οικονομικά ισχυρότερη χώρα της ευρωζώνης, η Γερμανία θα έχει τον τελευταίο λόγο σε όποια διαδρομή θα ακολουθήσει η νομισματική ένωση. Ωστόσο, η ηθική εξουσία της Γερμανίας στην Ευρώπη θα αυξηθεί μόνο εάν εκσυγχρονιστεί με το ρυθμό που απαιτεί από άλλες. Έτσι θα κυβερνούσε πραγματικά με το παράδειγμά της, και όχι με τον φόβο.
Μια μεταρρυθμισμένη Γερμανία θα είχε επίσης οφέλη για τη σταθερότητα της ευρωζώνης. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών στις υποδομές θα μείωνε κάπως το ανώμαλο εξωτερικό πλεόνασμα του Βερολίνου, συμβάλλοντας στην αύξηση της ζήτησης σε ορισμένα από τα ασθενέστερα γειτονικά κράτη. Το άνοιγμα του τομέα των υπηρεσιών στον ανταγωνισμό θα είχε παρόμοιο αποτέλεσμα, ενθαρρύνοντας τις ξένες και τις εγχώριες εταιρείες να επενδύσουν περισσότερο, αντί να αποταμιεύουν μετρητά.
Σε μια κρίσιμη καμπή για το μέλλον της ευρωζώνης, τα συμφέροντα της Γερμανίας και των εταίρων της σπάνια φαίνονταν περισσότερο ευθυγραμμισμένα. Το θάρρος για δράση στο εσωτερικό είναι αυτό που χρειάζεται και στο εξωτερικό.