Είναι πλέον πιθανό ότι μια σημαντική εξέλιξη για το Brexit θα συμβεί στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου, δεδομένου ότι μια συμφωνία για τα δικαιώματα των πολιτών είναι επίσης κοντά. Υπάρχει, ωστόσο, ένα άλλο θέμα που δεν έχει μια άμεση λύση: η Ιρλανδία.
Η επίτευξη μιας συνεκτικής νέας σχέσης μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδικής Δημοκρατίας μετά το Brexit είναι ο γόρδιος δεσμός της κ. Μέι. Η απόφαση να βγει το Ηνωμένο Βασίλειο από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ κινδυνεύει να μετατρέψει τα ιρλανδικά σύνορα σε τελωνειακά σύνορα. Ωστόσο, η επανεισαγωγή σκληρών συνόρων αποτελεί μια υπαρξιακή απειλή και για τις δύο κυβερνήσεις, όσον αφορά την περιφερειακή οικονομία και τη συνολική ασφάλεια.
Το ιρλανδικό ζήτημα είναι ένα εύφλεκτο μίγμα τεχνικών λεπτομερειών και ακατέργαστων συναισθημάτων. Δεκαεννέα χρόνια αργότερα, η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής μπορεί να έχει θέσει τέλος στο μεγαλύτερο μέρος της δογματικής βίας, αλλά η ειρήνη παραμένει εύθραυστη. Σήμερα, η πρόκληση έγκειται στη σχετική αδυναμία των βρετανικών και ιρλανδικών κυβερνήσεων που έχουν ελάχιστο περιθώριο ελιγμών.
Η μειοψηφική κυβέρνηση του Λίο Βαράντκαρ στο Δουβλίνο βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, χάρη σε ένα αστυνομικό σκάνδαλο. Το συντηρητικό κόμμα της κυρίας Μέι διαχειρίζεται μια μικρή πλειοψηφία στην Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά μόνο χάρη στην υποστήριξη του σκληρού Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο παρακολουθεί στενά για παραμικρό σημάδι προδοσίας. Η απουσία αποκεντρωμένης κυβέρνησης στη Βόρειο Ιρλανδία περιπλέκει περαιτέρω τα ζητήματα.
Ο κ. Βαράντκαρ ανέβασε το διακύβευμα υποδεικνύοντας ότι η ιρλανδική κυβέρνηση μπορεί να προσπαθήσει να μπλοκάρει τις συνομιλίες Brexit. Στο Λονδίνο, αυτό θεωρήθηκε ως μια απερίσκεπτη κίνηση, θέτοντας σε κίνδυνο τις προσπάθειες για την απελευθέρωση των διαπραγματεύσεων διαζυγίου. Για το Δουβλίνο, ήταν απαραίτητο μήνυμα ότι οι ανησυχίες του πρέπει να αντιμετωπιστούν με μια αξιόπιστη εγγύηση ότι δε θα υπάρχουν σκληρά σύνορα. Αυτή είναι βεβαίως η στιγμή της μέγιστης μόχλευσης για την Ιρλανδική Δημοκρατία. Οι φόβοι ενός ξεπουλήματος αργότερα στις διαπραγματεύσεις είναι κατανοητοί.
Οι ιρλανδοί ανησυχούν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δε διαθέτει μια εφαρμόσιμη λύση για την αποτροπή ενός σκληρού συνόρου. Το Δουβλίνο έχει ελάχιστη πεποίθηση ότι μόνο η τεχνολογία έχει την απάντηση, λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες και τους περιορισμούς της ενιαίας αγοράς της ΕΕ.
Η ιρλανδική κυβέρνηση επιθυμεί γραπτές διαβεβαιώσεις από την κ. Μέι ότι η Βόρεια Ιρλανδία θα συνδεθεί με τα τελωνειακά και ρυθμιστικά συστήματα της ΕΕ. Αυτό θα παρείχε εμπόριο χωρίς τριβές μεταξύ βορρά και νότου, αλλά συγκρούεται με την υπόσχεση της κ. Μέι να κάνει έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό από την ΕΕ. Θέτει επίσης την πρωθυπουργό υπό πίεση για να αποκαλύψει το διαπραγματευτικό της χέρι για τις μελλοντικές διμερείς εμπορικές σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το ιρλανδικό αίνιγμα απαιτεί ευελιξία από όλες τις πλευρές. Ο χρόνος είναι το κρίσιμο συστατικό – μια μακρά, ομαλή μετάβαση θα δημιουργούσε χώρο για δημιουργικές λύσεις. Όλοι συμφωνούν ότι η Βόρειος Ιρλανδία είναι μια ειδική περίπτωση και απαιτεί μια εξατομικευμένη λύση σε οποιαδήποτε μελλοντική εμπορική συμφωνία. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να υπάρξουν ειδικές εξαιρέσεις για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ή τομείς ζωτικής σημασίας, όπως η γεωργία. Η ΕΕ θα είναι σε εγρήγορση για να εξασφαλίσει ότι ένα ειδικό καθεστώς για τη Βόρειο Ιρλανδία δεν θα γίνει η πίσω πόρτα της Βρετανίας στην ενιαία αγορά. Δεδομένου του μεγέθους και της διάρθρωσης της ιρλανδικής οικονομίας, αυτό φαίνεται απίθανο.
Μέσα από το φλέγον κλίμα των διαπραγματεύσεων του Brexit, πρέπει να υπερισχύσουν τα ψύχραιμα κεφάλια. Κανείς δεν θέλει να επιστρέψει στη βία του παρελθόντος. Όλοι συμφωνούν ότι ένα σκληρό σύνορο είναι ανάθεμα. Ένα ιρλανδικό βέτο τον Δεκέμβριο θα μπορούσε να τορπιλίσει οποιαδήποτε ελπίδα για ένα τακτικό Brexit. Μια δόση δημιουργικής ασάφειας θα βοηθούσε πολύ.