Σε αυτό που θα μπορούσε να είναι μια τελική πράξη απελπισίας, οι κεντρικές τράπεζες παραιτούνται από τον ουσιαστικό έλεγχο των οικονομιών που έχουν αναλάβει να διαχειρίζονται. Πρώτα ήρθαν τα μηδενικά επιτόκια, μετά η ποσοτική χαλάρωση, και τώρα τα αρνητικά επιτόκια – μια μάταιη προσπάθεια να γεννά την επόμενη. Όπως ακριβώς τα δύο πρώτα εγχειρήματα απέτυχαν να κερδίσουν σημαντική οικονομική τριβή σε χρόνια αδύναμες ανακάμψεις, η στροφή στα αρνητικά επιτόκια μόνο θα εντείνει τους κινδύνους χρηματοπιστωτικής αστάθειας και θα θέσει τα θεμέλια για την επόμενη κρίση.
Η υιοθέτηση των αρνητικών επιτοκίων – που ξεκίνησε αρχικά στην Ευρώπη το 2014 και τώρα ακολουθείται στην Ιαπωνία – αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό σημείο καμπής για την πολιτική των κεντρικών τραπεζών. Προηγουμένως, έμφαση δινόταν στην ενίσχυση της συνολικής ζήτησης – κυρίως χαμηλώνοντας το κόστος δανεισμού, αλλά και πυροδοτώντας φαινόμενα πλούτου υπερτιμώντας χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία. Όμως τώρα, επιβάλλοντας ποινές σε υπερβολικό απόθεμα αφημένο σε καταθέσεις στις κεντρικές τράπεζες, τα αρνητικά επιτόκια οδηγούν την ενίσχυση μέσω της πλευράς της προσφοράς της πιστωτικής εξίσωσης – ουσιαστικά, προτρέποντας τις τράπεζες να προσφέρουν νέα δάνεια, άσχετα με τη ζήτηση για αυτού του είδους τους πόρους.
Αυτό χάνει την ουσία του προβλήματος στον κόσμο μετά την κρίση. Όπως υποστήριξε ο οικονομολόγος της Nomura Ρίτσαρντ Κου για την Ιαπωνία, η εστίαση θα πρέπει να στρέφεται στην πλευρά της ζήτησης των χτυπημένων από την κρίση οικονομιών, όπου η ανάπτυξη παρεμποδίζεται από ένα σύνδρομο απόρριψης χρέους που κάθε φορά επικρατεί ύστερα από μια «ύφεση ισολογισμού».
Αυτού του είδους η ζημιά είναι παγκόσμια σε εύρος. Δεν είναι μόνο η Ιαπωνία, όπου η υποτιθέμενη ισχυρή ώθηση των Abenomics απέτυχε να βγάλει μια πασχίζουσα οικονομία από 24 χρόνια ανάπτυξης ΑΕΠ προσαρμοσμένης σε πληθωρισμό 0,8%. Είναι επίσης οι ΗΠΑ, όπου η καταναλωτική ζήτηση – το επίκεντρο της Μεγάλης Ύφεσης της Αμερικής – παραμένει κολλημένη σε μια οκταετή δίνη πραγματικής μέσης ανάπτυξης μόλις 1,5%. Σε χειρότερη ακόμη κατάσταση βρίσκεται η ευρωζώνη, όπου η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ είχε μέσο όρο 0,1% για την περίοδο 2008-2015.
Όλα αυτά υπογραμμίζουν την ανικανότητα των κεντρικών τραπεζών να κινητοποιήσουν τη συνολική ζήτηση σε οικονομίες με περιορισμένο ισολογισμό που έχουν πέσει σε «παγίδες ρευστότητας» σαν αυτές της δεκαετίες του 1930. Όπως επισήμανε ο Πολ Κρούγκμαν σχεδόν 20 χρόνια πριν, η Ιαπωνία αποτελεί παράδειγμα της σύγχρονης ενσάρκωσης αυτού του διλήμματος. Όταν έσκασαν οι φούσκες των κεφαλαίων και της ακίνητης περιουσίας στην αρχή της δεκαετίας του 1990, το σύστημα keiretsu – «κύριες τράπεζες» και οι στενά συνδεδεμένες με αυτές μη τραπεζικές επιχειρήσεις – κατάρρευσε κάτω από το βάρος της υπερβολικής μόχλευσης.
Το ίδιο ωστόσο ίσχυε και για τους υπερβολικά εκτεταμένους, με ελάχιστες αποταμιεύσεις αμερικανούς καταναλωτές – για να μη μιλήσουμε για την ευρωζώνη της χρηματοδότησης μέσω χρέους με βάση υπερβολικές προβλέψεις ανάπτυξης στις οικονομίες της περιφέρειας, την Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η επιδιόρθωση του ισολογισμού παρεμπόδισε την αναζωπύρωση της συνολικής ζήτησης, και η νομισματική ώθηση σε μεγάλο βαθμό ήταν αναποτελεσματική στη πυροδότηση κλασσικών κυκλικών ανακάμψεων.
Αυτό θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη αποτυχία των σύγχρονων κεντρικών τραπεζών. Ωστόσο, η άρνηση παραμένει ισχυρή. Η ομιλία του πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Άλαν Γκρίνσπαν για την «επίτευξη της αποστολής» στις αρχές του 2004, είναι ένα σημαντικό παράδειγμα. Ο Γκρίνσπαν έλαβε εύσημα για τη χρήση εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής για να ξεκαθαρίσει το χάος που ξέσπασε μετά τη φούσκα που έσκασε το 2000, ενώ επέμεινε πως Fed θα πρέπει να αισθάνεται δικαιωμένη που δε βασίστηκε στη κερδοσκοπική τρέλα των τελών της δεκαετίας του 1990.
Αυτό άφησε τον διάδοχο του Γκρίνσπαν σε μια πολύ δύσκολη θέση. Ξεμένοντας γρήγορα από πυρομαχικά όταν ξέσπασε η Μεγάλη Κρίση στα τέλη του 2008, ο πρώην επικεφαλής της Fed Μπεν Μπερνάνκι υιοθέτηση το θαυματουργό φάρμακο της ποσοτικής χαλάρωσης – ένα ισχυρό αντίδοτο για απελπισμένες αγορές, όμως εν τέλει ένα αναποτελεσματικό εργαλείο για το κλείσιμο της τρύπας των καταναλωτικών ισολογισμών και την πυροδότησης ουσιαστικής αναζωογόνησης στη συνολική ζήτηση.
Η διάσημη υπόσχεση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι το 2012 να κάνει «ότι χρειαστεί» για να υπερασπιστεί το ευρώ οδήγησε την ΕΚΤ στην ίδια πορεία – πρώτα μηδενικά επιτόκια, στη συνέχεια ποσοτική χαλάρωση, και τώρα πολιτικές αρνητικών επιτοκίων. Παρομοίως, ο κυβερνήτης της Τράπεζας της Ιαπωνίας Χαρουχίκο Κουρόντα επιμένει πως η λεγόμενη QQE (ποσοτική και ποιοτική χαλάρωση) έχει δώσει τέλος σε έναν διαβρωτικό αποπληθωρισμό – παρ’ ότι έχει πλέον επιλέξει τις πολιτικές αρνητικών επιτοκίων και αναβάλει τον στόχο του 2% της Τράπεζας της Ιαπωνίας για τον πληθωρισμό ως τα μέσα του 2017.
Μένει να φανεί εάν η Fed θα αντισταθεί στον πειρασμό των αρνητικών επιτοκίων. Όμως οι περισσότερες μεγάλες κεντρικές τράπεζες προσκολλώνται στη λανθασμένη πεποίθηση πως δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της αποτελεσματικότητας των συμβατικών τακτικών νομισματικής πολιτικής – οδηγούμενες από προσαρμογές στα επιτόκια πάνω από το όριο του μηδενός – και των ασύμβατων εργαλείων όπως η ποσοτική χαλάρωση και τα αρνητικά επιτόκια.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Στην εποχή της συμβατικής νομισματικής πολιτικής, τα κανάλια μετάδοσης περιορίζοντας κυρίως στο κόστος δανεισμού και στις σχετικές επιπτώσεις στους ευαίσθητους στην πίστωση τομείς των πραγματικών οικονομιών, όπως η κατασκευή σπιτιών, τα μηχανοκίνητα οχήματα, και οι κεφαλαιακές επιχειρηματικές δαπάνες.
Καθώς αυτοί οι τομείς ανέβηκαν και έπεσαν ως απάντηση στις μεταβολές στα βασικά επιτόκια, οι αντίκτυποι σε ολόκληρο το σύστημα (τα λεγάμενα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα) ενισχύοντας συχνά από πραγματικά και ψυχολογικά κέρδη στις αγορές περιουσιακών στοιχείων (επιδράσεις πλούτου). Αυτό συνέβαινε τότε. Στη νέα, γενναία εποχή της ασύμβατης νομισματικής πολιτικής, το κανάλι μετάδοσης περνά κυρίως μέσα από επιδράσεις πλούτου από τις αγορές περιουσιακών στοιχείων.
Δύο σοβαρές επιπλοκές έχουν προκύψει από αυτήν την προσέγγιση. Η πρώτη είναι πως οι κεντρικές τράπεζες έχουν αγνοήσει τους κινδύνους της χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Λαμβάνοντας ψευδή καθησυχασμό από τον χαμηλό πληθωρισμό, οι υπερβολικά διευκολυντικές νομισματικές πολιτικές έχουν οδηγήσει σε μαζικές φούσκες στις αγορές περιουσιακών στοιχείων και κεφαλαίων, οδηγώντας σε σημαντικές στρεβλώσεις στις πραγματικές οικονομίες. Όταν οι φούσκες έσκασαν και έσπρωξαν τις ανισόρροπες οικονομίες σε υφέσεις ισολογισμού, οι κεντρικές τράπεζες που στόχευαν τον πληθωρισμό είχαν ήδη περιορισμένα πυρομαχικά – οδηγούμενες γρήγορα στον σκοτεινό κόσμο των μηδενικών επιτοκίων και των εγχύσεων ρευστότητας της ποσοτικής χαλάρωσης.
Δεύτερον, οι πολιτικοί, λαμβάνοντας ψευδή καθησυχασμό από τις επιπόλαιες αγορές περιουσιακών στοιχείων, ήταν λιγότερο πρόθυμοι να επιλέξουν τη δημοσιονομική ενίσχυση – κλείνοντας πρακτικά τη μόνη ρεαλιστική οδό φυγής από την παγίδα της ρευστότητας. Απουσία δημοσιονομικής ενίσχυσης, οι κεντρικοί τραπεζίτες συνεχίζουν να ανεβάζουν τον λογαριασμό εγχέοντας περισσότερη ρευστότητα σε επιρρεπής σε φούσκες χρηματοπιστωτικές αγορές – χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν πως δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να τραβούν ένα σκοινί σε λάθος κατεύθυνση, όπως έκαναν τη δεκαετία του 1930.
Η στροφή στα αρνητικά επιτόκια είναι ακόμη πιο προβληματική. Με δεδομένη την αδύναμη συνολική ζήτηση σε όλον τον κόσμο, ένα νέο πακέτο κινδύνων εισάγεται από την τιμωρία των τραπεζών όταν δε δίνουν νέα δάνεια. Πρόκειται για το λειτουργικό ισοδύναμο της προώθησης μιας ακόμη αύξησης «δανεισμού ζόμπι» – τα μη οικονομικά δάνεια που δόθηκαν σε αφερέγγυους ιάπωνες δανειολήπτες τη δεκαετία του 1990. Η κεντρικοτραπεζική πολιτική, έχοντας χάσει τον δρόμο της, βρίσκεται σε κρίση. Πόσο μακριά μπορεί να βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία;