Η συμφωνία για τα σχέδια δαπανών της Ιταλίας το 2019 προκάλεσε ένα ράλι ομολόγων που μπορεί να βελτιώσει τους ισολογισμούς των τραπεζών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να μην συστήσει πειθαρχική διαδικασία, αφού η λαϊκιστική κυβέρνηση της χώρας υποσχέθηκε να περιορίσει τις δαπάνες της, ανέφεραν αξιωματούχοι την Τετάρτη.
Παρά τον αγώνα, οι τράπεζες συνεχίζουν να κατέχουν ένα τεράστιο σωρό κρατικού χρέους, που σημαίνει ότι θα είναι μακροχρόνια συνδεδεμένες με τις αποφάσεις πολιτικών ηγετών που έχουν προκαλέσει συχνά αναταραχή στην αγορά. Ακόμη και μετά το πρόσφατο ράλι ομολόγων, οι υψηλές αποδόσεις θα συνεχίσουν να ασκούν πίεση στο κεφάλαιο τους και θα παρεμποδίζουν την ικανότητα των τραπεζών να έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
“Οι χαμηλότερες διαφορές των κυβερνητικών ομολόγων είναι εξαιρετικά νέα για τις ιταλικές τράπεζες”, δήλωσε ο Francesco Castelli, διευθυντής χαρτοφυλακίου στη Banor Capital. “Ωστόσο, οι τράπεζες χρειάζονται μια διαφορά αρκετά κάτω από τις σημερινες 250 μονάδες βάσης για να έχουν πρόσβαση στην αγορά χρηματοδότησης και να μετριάσουν τις επιπτώσεις τους στα κεφαλαιακά αποθέματα . “
Η πολιτική αναταραχή από τη στιγμή που τα δύο λαϊκίστικα κόμματα της Ιταλίας πήραν την εξουσία “εδιωξε» ξένους επενδυτές τόσο από την χώρα όσο και οσο και από τις τράπεζές της. Από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο – τους πρώτους έξι μήνες μετά τις εκλογές – οι καθαρές πωλήσεις ιταλικών τραπεζικών κινητών αξιών ανήλθαν σε περίπου 13 δισ. ευρώ.
Morgan Stanley
H Morgan Stanley θεωρεί πως οι νέοι στόχοι μείωσης των NPEs στις ελληνικές τράπεζες έως το 2021 είναι φιλόδοξοι. Συνεπάγονται μείωση κατά 60% των ΝΡΕs μέχρι τα τέλη του 2021, με τους αντίστοιχους δείκτες να μειώνονται από το περίπου 50% σήμερα σε περίπου 20% το 2021. Όπως επισημαίνει, υπάρχει σημαντικός σκεπτικισμός στην αγορά σε ό,τι αφορά την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να είναι σε θέση να επιτύχουν τους στόχους τους με ουδέτερο τρόπο ως προς τα κεφάλαιά τους, όπως και αποδεικνύεται από την απόδοση των τιμών των μετοχών τους, οι οποίες έχουν υποχωρήσει από 34% έως 72% από τις αρχές του έτους.
Για έναν δείκτη NPEs στο 10% θα χρειαστεί ανακεφαλαιοποίηση ύψους 11,7 δισ. ευρώ
Η επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων περιορίζει τα περιθώρια βελτίωσης των εσόδων των ελληνικών συστημικών τραπεζών, σημειώνει η Morgan Stanley σε νέα έκθεσή της για τις ελληνικές τράπεζες. Όπως εξηγεί ο στόχος που έχει τεθεί για το 2021 όπου ο δείκτης των NPEs αναμένεται να διαμορφωθεί πάνω από το 20%, παραμένει υψηλός,
Έτσι, όπως επισημαίνει σύμφωνα με το βασικό της σενάριο, η επίτευξη των στόχων μείωσης των NPEs δεν δημιουργεί ευκαιρίες στις τραπεζικές μετοχές για τους επενδυτές που θέλουν να ποντάρουν στο σενάριο του στόρι της ανάκαμψης της Ελλάδας.
Ωστόσο, όπως τονίζει, η δημιουργία μία bad bank είναι αυτή που θα μπορέσει να “ξεκλειδώσει” την bullish στάση στις τραπεζικές μετοχές και ειδικά σε αυτές της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank.
Κατά την άποψη της M.S οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να επιτύχουν αυτούς τους στόχους, αλλά τα έσοδα θα παραμείνουν έντονα πιεσμένα. Ο επενδυτικός οίκος αναμένει βελτίωση των ποσοστών αθέτησης και ανάκτησης στην Ελλάδα λόγω της βελτίωσης των μακροοικονομικών συνθηκών, της αύξησης των πωλήσεων χαρτοφυλακίου και εκκαθαρίσεων και της ανάπτυξης πιο ελκυστικών προϊόντων αναδιάρθρωσης από τις τράπεζες. Ωστόσο, δεν είναι τόσο αισιόδοξος όσο οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών σε ό,τι αφορά τον ρυθμό ανάκαμψης των οργανικών NPEs. Στο βασικό της σενάριο η Morgan Stanley αναμένει ότι οι τράπεζες θα πετύχουν τους στόχους μείωσης των NPEs αλλά με τον τρόπο αυτό το κόστος κινδύνου θα παραμείνει “κολλημένο” σε υψηλά επίπεδα και τα έσοδα θα παραμείνουν εξαιρετικά χαμηλά.
Η Τράπεζα της Ελλάδος πρότεινε τη δημιουργία μιας “κακής τράπεζας” για την επιτάχυνση της μείωσης των ΝΡΕs. Η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι οι τράπεζες έχουν περιορισμένες ικανότητες να αντιμετωπίσουν πιο επιθετικά το απόθεμα των NPEs τους χωρίς να προκαλέσουν τη μετατροπή της αναβαλλόμενης φορολογικής πίστωσης σε ίδια κεφάλαια. Επομένως, μια “κακή τράπεζα” θα μπορούσε να ξεκλειδώσει την bull case ενός καθαρότερου τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών συζητά επί του παρόντος το κατώτατο όριο για να προσδιοριστεί κατά πόσον ένα πιστωτικό ίδρυμα που βρίσκεται υπό την εποπτεία της είναι μια τράπεζα “υψηλού δείκτη NPE”. Το ανώτερο άκρο των υπό συζήτηση ορίων είναι 10% αναλογία NPEs.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της M.S, το κόστος για τους επενδυτές ενός δείκτη NPE της τάξης του 10% το επόμενο έτος είναι 11,1 δισ. ευρώ, όπως επισημαίνει. Οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστεί να “ξεφορτωθούν” NPEs ύψους 78,3 δισ. ευρώ σε ένα όχημα bad bank για να φτάσουν σε δείκτη 10% το 2019, γεγονός που σημαίνει πως ο κλάδος θα χρειαστεί ανακεφαλαιοποίηση ύψους 11, 7 δισ. ευρώ. Αυτό θα φέρει του δείκτες CET1 πίσω στο 14%.
Ενώ οι λεπτομέρειες για το πώς η ελληνική “κακή τράπεζα” θα είναι δομημένη είναι περιορισμένες, η M.S εξετάζει σενάρια με βάση την εμπειρία άλλων τραπεζικών κλάδων όπου έχει χρησιμοποιηθεί μια “κακή τράπεζα” για να επιταχυνθεί η μείωση των NPEs. Η ανάλυση των σεναρίων υποδεικνύει πως ένας δείκτης 10% για τα NPEs θα απαιτούσε πρόσθετο κεφάλαια, δεδομένου ότι οι τιμές αγοράς των NPEs συνεπάγονται ένα discount 45-59% σε σχέση με την ονομαστική αξία των NPEs. Σε μια bullish περίπτωση όπου θα δημιουργηθεί μία ελληνική bad bank, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της M.S, η Εθνική και η Eurobank είναι στην καλύτερη θέση για να επιταχύνουν την επίλυση των ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού.
Σε ένα bearish σενάριο, οι επενδυτές θα υποστούν dilution καθώς οι ζημίες θα προκαλέσουν έκδοση δικαιωμάτων υπέρ του Ελληνικού Κράτους και για να επιτύχει το bullish σενάριο για την απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) τους επόμενους 12 μήνες, οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια. Δεδομένης της έλλειψη ορατότητας η Μorgan Stanley αφαιρεί τις τιμές στόχους που διατηρούσε για τις ελληνικές τράπεζες και διατηρεί την στάση equal weight για τον κλάδο.