Με τη γερμανική οικονομία να πλησιάζει στην ύφεση, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi ορθώς παροτρύνει τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να παράσχουν περισσότερα δημοσιονομικά κίνητρα. Η αναγνώριση δε της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, θα αφήσει στους επικριτές πολύ λιγότερα περιθώρια για να κατακρίνουν την ΕΚΤ.
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών, οι γερμανικές συζητήσεις για τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική πήραν ενδιαφέρουσα τροπή. Τα παλιά, βαθιά ριζωμένα οικονομικά δόγματα στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το γεγονός ότι ο δημόσιος τομέας πρέπει να δημιουργήσει δημοσιονομικό πλεόνασμα ανεξάρτητα από τις μακροοικονομικές συνθήκες, έχουν επανεκτιμηθεί τουλάχιστον από κάποιους.
Η οικονομική κατάσταση μεταβάλλεται ταχύτατα προς το χειρότερο. Η γερμανική οικονομία – που για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσε την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της ευρωζώνης – αναμφισβήτητα αποσταθεροποιείται, αφού τα ισχυρά υποκείμενα ρεύματα συμβάλλουν στην επιβράδυνση. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μιας χαρακτηριστικής γερμανικής ύφεσης (από άποψη βάθους και διάρκειας), αν όχι χειρότερης. Το βασικό πρόβλημα φυσικά είναι η αβεβαιότητα που απορρέει από το ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο παγκόσμιο εμπορικό περιβάλλον. Αυτό απειλεί ιδιαίτερα τις ανοιχτές οικονομίες, όπως τη Γερμανία και τις γειτονικές της χώρες, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ενσωματωμένες στις αλυσίδες αξίας των κατασκευαστών τους. Η αύξηση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων θα πλήξει την Ευρώπη με δύο τρόπους: έμμεσα – μέσω της Κίνας – και άμεσα, όπως για παράδειγμα μέσω της ανακοίνωσης των δασμών των ΗΠΑ ύστερα από την πρόσφατη απόφαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προς την ευρωπαϊκή αεροπορική βιομηχανία Airbus. Η ανταπάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά των αμερικανικών επιδοτήσεων για την Boeing, που πιθανότατα εγκρίθηκαν από τον ΠΟΕ, είναι μια λογική αντίδραση. Οι καλές – ή για κάποιους κακές – παλιές ημέρες των πολύπλευρων εμπορικών συμφωνιών έχουν φύγει. Σήμερα, οι δασμολογικοί και μη δασμολογικοί φραγμοί επαναλαμβάνονται, εν μέρει επειδή οι μεγάλες διμερείς εμπορικές ανισορροπίες πέρα από ένα ορισμένο επίπεδο αναπόφευκτα προκαλούν αυθόρμητη αντίδραση μεταξύ ορισμένων υπεύθυνων χάραξης πολιτικής προκειμένου να προστατέψουν τις εγχώριες αγορές προς όφελος των εγχώριων παραγωγών και των εργαζομένων τους (συχνά περιφερειακά συγκεντρωμένοι). Το εμπόριο, σε αντίθεση με τις αναταραχές στον τομέα της τεχνολογίας, έχει αναδιανεμητικές συνέπειες, τις οποίες οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αγνοούν με δικό τους ρίσκο, και αυτό συνεπάγεται την ανάγκη προσαρμογής και διαρθρωτικών αλλαγών. Συνεπώς, τα συνεχώς μεγάλα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας που ξεπερνούν κατά πολύ το 6% του ΑΕΠ προκαλούν αυξανόμενες εντάσεις με άλλες χώρες που «υπερβαίνουν τις εισαγωγές», και ιδίως με τις ΗΠΑ, οι οποίες πρέπει να διαχειριστούν αντιστοίχως μεγάλες αντισταθμιστικές ελλείψεις του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Δεδομένου του υψηλού κινδύνου ύφεσης στη Γερμανία, η φαινομενικά προφανής αντίδραση θα ήταν να χρησιμοποιηθούν τόσο η δημοσιονομική όσο και η νομισματική πολιτική – οι δύο «υπηρέτες» της μακροοικονομίας, όπως τις περιέγραψε ο Αμερικανός οικονομολόγος Arthur Okun – και να υπολογίσουν τον αντίκτυπο και των δύο. Η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική αναπόφευκτα αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα σε αυτό που ο οικονομολόγος James Tobin ονομάζει «κοινή χοάνη».
Στις συζητήσεις για την οικονομική πολιτική στην ευρωζώνη συχνά αγνοείται αυτή η αλληλεπίδραση. Η αναγνώρισή της όμως, θα αφήσει στους επικριτές πολύ λιγότερα περιθώρια για να κατακρίνουν την ΕΚΤ. Σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, το ανώτατο επίπεδο κυβέρνησης το οποίο είναι συχνά υπεύθυνο για το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων δαπανών, είναι συνήθως επιφορτισμένο με την εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της επιβράδυνσης. Αυτά τα μέτρα σταθεροποίησης μπορούν να γίνουν αυτόματα, καθώς τα έσοδα και οι δαπάνες του προϋπολογισμού παρουσιάζουν διακυμάνσεις ανάλογα με τον οικονομικό κύκλο. Ή μπορούν να είναι ενεργά, προωθώντας σκόπιμα την εγχώρια ζήτηση με στόχο η οικονομία να ξαναβρεί την ισορροπία της. Εν τω μεταξύ, ο δεύτερος «υπηρέτης» προσαρμόζει τα βασικά επιτόκια ή / και την πρόσβαση σε κεφάλαια για την επίτευξη του ίδιου στόχου σταθεροποίησης. Σε αυτό το σημείο, συγκεκριμένοι παράγοντες της ευρωζώνης περιπλέκουν τα πράγματα. Η ΕΕ (και ακόμα περισσότερο η ευρωζώνη) αποτελεί κάτι περισσότερο από συνομοσπονδία, αλλά κάτι πολύ λιγότερο από ομοσπονδία. Έτσι λοιπόν, οι τρόποι λειτουργίας της «κοινής χοάνης» είναι διαφορετικοί. Θεωρητικά, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης που νομισματικά βρίσκονται σε υποεθνικό επίπεδο πρέπει να εκτελούν τη λειτουργία δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Στην πράξη όμως δεν συμβαίνει αυτό είτε επειδή περιορίζονται από τους εν μέρει συνταγματικούς κανόνες του «δημοσιονομικού συμφώνου» της ΕΕ, είτε από το γεγονός ότι τα ευάλωτα δημόσια οικονομικά τους περιορίζουν την αγορά ομολόγων. Εν τω μεταξύ, άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης μπορεί να μην βλέπουν την ανάγκη για αντικυκλικά δημοσιονομικά μέτρα, παρ’ όλο που διαθέτουν τον δημοσιονομικό χώρο για να τα εφαρμόσουν. Αυτό ρίχνει το μεγαλύτερο βάρος σταθεροποίησης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – η οποία δεν έχει την εξουσία να εξομαλύνει το αποτέλεσμα. Ο κύκλος των επιχειρήσεων επηρεάζει την πολιτική της κεντρικής τράπεζας μόνο έμμεσα, μέσω των επιπτώσεών της στις τιμές καταναλωτή. Ωστόσο, η ΕΚΤ έχει σχεδόν εξαντλήσει τα αντισυμβατικά εργαλεία της νομισματικής πολιτικής της, όπως αγορές κινητής αξίας μεγάλης κλίμακας και αρνητικά επιτόκια. Παράλληλα με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τα καθαρά οφέλη αυτών των εργαλείων, η ΕΚΤ αναγνώρισε τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειές τους, όπως οι πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις τους στην ανθεκτικότητα των τραπεζικών και ασφαλιστικών τομέων της ευρωζώνης. Συνεπώς, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ Mario Draghi ορθώς παρότρυνε τις εθνικές κυβερνήσεις που έχουν περιθώρια ελιγμών να αναλάβουν ένα μέρος από το βάρος σταθεροποίησης, παρέχοντας δημοσιονομικά κίνητρα. Αν δεν γίνει αυτό, η ΕΚΤ έρχεται σε δύσκολη θέση και υπονομεύεται η ανεξαρτησία της. Το ίδιο θα συμβεί και αν δεν αντιμετωπίσει την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο. Αυτή είναι αρμοδιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής και θα έχει δημοσιονομικές συνέπειες. Δυστυχώς, ο εξαναγκασμός ουσιαστικά της ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει τον ισολογισμό της (παρέχοντας ρευστότητα για όλο και μεγαλύτερες περιόδους για την αντιμετώπιση των ζητημάτων φερεγγυότητας) είναι ασύγκριτα πιο ελκυστικός για πολλούς εθνικούς πολιτικούς. Κάνει επίσης πολύ πιο εύκολη την αρνητική κριτική της κεντρικής τράπεζας. Τα καλά νέα για την ΕΚΤ είναι ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, ακόμη και στη συντηρητική Ολλανδία, συζητούν τουλάχιστον ξανά τις αντικυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές. Προφανώς, οι λογικοί άνθρωποι μπορούν να έχουν διαφορετικές απόψεις. Πράγματι, οι περισσότερες από τις προτάσεις για την αντιμετώπιση της ύφεσης χρειάζονται μεγαλύτερη προσπάθεια και τώρα ο ισολογισμός φαίνεται να μετατοπίζεται τελικά στην ευρωζώνη.
Όμως, η πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να γίνει λιγότερο μακροοικονομική και περισσότερο ξεκάθαρη. Δεδομένων των αντίστοιχων εθνικών εκδοχών του καπιταλισμού για την ευημερία, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης διαθέτουν σχετικά ισχυρούς αυτόματους σταθεροποιητές, πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ. Επιπλέον, ορισμένες χώρες είναι δημοσιονομικά αποκεντρωμένες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Γερμανία, όπου μεγάλο μέρος της καθαρής αποεπένδυσης στις δημόσιες υποδομές – η οποία εμφανίζεται συνολικά στον προϋπολογισμό του δημόσιου τομέα ως εξοικονόμηση πόρων ή ως ισοσκελισμένος προϋπολογισμός (schwarze Null) – είναι το αποτέλεσμα μιας εύθραυστης και εξαιρετικά άνισης κατανομής βάσης εσόδων εντός της τρίτης δημοσιονομικής βαθμίδας (δήμοι). Παρ’ όλο που ακολουθούν οικονομικά λογικούς «χρυσούς κανόνες» διαχωρίζοντας τους λογαριασμούς τρέχοντος και κεφαλαιακού προϋπολογισμού, πολλοί δήμοι έχουν οικονομικά προβλήματα. Επομένως, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της Γερμανίας όσον αφορά τον «δημοσιονομικό χώρο», πρέπει να γίνει βαθύτερη έρευνα. Τέλος, χρειάζεται μια λογική (από άποψη μεγέθους) αυτόματη σταθεροποιητική ικανότητα σε επίπεδο ευρωζώνης. Ενώ το Δημοσιονομικό Μέσο Σύγκλισης και Ανταγωνιστικότητας της ευρωζώνης αποτελεί μια αρχή, δεν επαρκεί. Και φυσικά, δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνει ένα κονδύλι προϋπολογισμού για «σταθεροποίηση», αλλά μια πραγματική, δημοκρατικά νομιμοποιημένη μεταφορά εθνικών ευθυνών και κυριαρχίας του δημοσίου τομέα. Δυστυχώς, η σημερινή πολιτική στα κράτη μέλη της ευρωζώνης συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και της Γερμανίας, είναι πολύ περισσότερο στραμμένη στα εσωτερικά ζητήματα. Αυτό θα αφήσει τη ζώνη του ευρώ, και ιδιαίτερα τα ασθενέστερα μέλη της, μόνιμα εκτεθειμένα.