Όταν ο Keynes έκανε την τελική του αγόρευση στο κλείσιμο της συνδιάσκεψης ‐«Αν μπορούμε να συνεχίσουμε σε μια μεγαλύτερη προσπάθεια, με τον τρόπο που ξεκινήσαμε αυτή την περιορισμένη προσπάθεια, υπάρχει ελπίδα για τον κόσμο»‐ οι αντιπρόσωποι σηκώθηκαν όρθιοι και τον επευφήμησαν.
Όπως πάντα, οι κύριες προσπάθειές του δεν απέκλειαν κάποιες λιγότερο σημαντικές. Διορίστηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Αγγλίας («Ένας Θεός ξέρει ποιος από τους δύο θα αποκαταστήσει την τιμή του άλλου!», δήλωσε σχετικά) και πρόεδρος μιας νέας κυβερνητικής επιτροπής για τη μουσική και τις τέχνες. Έτσι, ενώ είχε αναλάβει το βάρος της παρουσίασης των βρετανικών απόψεων σε ένα διεθνές οικονομικό συμβούλιο, ταυτόχρονα διατηρούσε τακτική αλληλογραφία για θέματα όπως οι περιοδεύοντες μουσικοί, το Μπαλέτο Vic‐Wells, ποιητικές βραδιές και εκθέματα βιβλιοθηκών.
Και βέβαια δεν έπαψε να επεκτείνει τις συλλογές του: κατάφερε να αγοράσει ένα σπάνιο τόμο του Σπένσερ που ταυτόχρονα διεκδικούσε και η Βιβλιοθήκη Folger και, κατόπιν, με αισθήματα ενοχής, εξομολογήθηκε στο διευθυντή της βιβλιοθήκης ότι είχε χρησιμοποιήσει το διπλωματικό σάκο του Foreign Office για να εξασφαλίσει έγκαιρα τον κατάλογο της δημοπρασίας. Άρχισαν να συσσωρεύονται και οι τιμητικές διακρίσεις. Του απονεμήθηκε τίτλος ευγένειας: ήταν πλέον Λόρδος Keynes, Βαρόνος του Τίλτον, ενός κτήματος που είχε αγοράσει σε μέση ηλικία και το οποίο, όπως ανακάλυψε αργότερα προς μεγάλη του ικανοποίηση, ανήκε κάποτε σ’ έναν από τους προγόνους του. Στο Εδιμβούργο, τη Σορβόνη και το δικό του πανεπιστήμιο, του απονεμήθηκαν τιμητικοί ακαδημαϊκοί τίτλοι. Διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής Πινακοθήκης. Και οι δουλειές δεν έλεγαν να τελειώσουν: έπρεπε να γίνουν οι διαπραγματεύσεις για το πρώτο μεταπολεμικό δάνειο που θα έπαιρνε η Βρετανία και, φυσικά, το καθήκον να παρουσιάσει την άποψη της Βρετανίας ανατέθηκε στον Keynes.
Όταν επέστρεψε από εκείνο το ταξίδι του, ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε αν αλήθευε ότι η Αγγλία ήταν πλέον η 49η Πολιτεία. Η απάντηση του Keynes ήταν λακωνική: «Πού τέτοια τύχη!» Το 1946, αφού ξεμπέρδεψε μ’ αυτή τη δοκιμασία, επέστρεψε στο Σάσεξ για να διαβάσει, να ξεκουραστεί και να προετοιμαστεί για ένα νέο κύκλο μαθημάτων στο Cambridge. Ένα πρωινό ακούστηκε να βήχει ασταμάτητα. Η Λύδια έσπευσε στο πλευρό του, αλλά ο Keynes ήταν ήδη νεκρός.
Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στο Αβαείο του Ουεστμίνστερ. Εκεί ήταν και ο πατέρας του John Νέβιλ Keynes, 93 ετών, και η μητέρα του Φλόρενς. Η χώρα ολόκληρη πένθησε για το χαμό ενός μεγάλου ηγέτη, που έφυγε ακριβώς τότε που χρειάζονταν περισσότερο η οξυδέρκεια και η σοφία του. Στις 22 Απριλίου, σε μια μακροσκελή νεκρολογία, οι Times έγραφαν: «Με το θάνατο του η χώρα έχασε έναν μεγάλο Άγγλο.»
Ο Keynes δεν ήταν κανένας άγγελος. Αυτό το πιο σπινθηροβόλο πνεύμα ανάμεσα στους μεγάλους οικονομολόγους δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος, ξεχωριστός μεν αλλά με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και ελαττώματα. Ήταν ικανός να κερδίσει 22 λίρες από δύο κόμισσες κι ένα δούκα στο μπριτζ και να θριαμβολογεί με παιδικό ενθουσιασμό. Δεν το είχε επίσης σε τίποτα να δώσει ένα εξευτελιστικό φιλοδώρημα σ’ ένα λούστρο στο Αλγέρι και να αρνηθεί να διορθώσει το λάθος του, με την εξωφρενική δικαιολογία: «Δεν θα συμμετάσχω στην υποτίμηση του νομίσματος». Μπορούσε να είναι εξαιρετικά ευγενικός σε κάποιον αργόστροφο φοιτητή (οι οικονομολόγοι, έλεγε, πρέπει να είναι ταπεινόφρονες, όπως οι οδοντογιατροί)291 και ταυτόχρονα αφόρητα απότομος σε κάποιον επιχειρηματία ή αξιωματούχο που τύχαινε να πάρει από κακό μάτι.
Ο Sir Χάρι Γκόσεν,292 πρόεδρος της Τράπεζας National Provincial, κάποτε κοντράρισε τον Keynes προτείνοντας να «αφήσουμε τα πράγματα να ακολουθήσουν τη φυσική τους πορεία». Ο Keynes απάντησε: «Τι ταιριάζει περισσότερο, να χαμογελάσει ή να οργιστεί κανείς με αυτά τα απλοϊκά αισθήματα; Ίσως το καλύτερο είναι να αφήσουμε τον Sir Χάρι να ακολουθήσει τη δική του φυσική πορεία». Ο ίδιος ο Keynes έδωσε μια απάντηση για το είδος της ιδιοφυΐας του, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έγραφε για τον εαυτό του.
Γράφοντας για τον παλιό του δάσκαλο Alfred Marshall (τον οποίο αγαπούσε και, ταυτόχρονα, με κάποια στοργή λοιδορούσε, αποκαλώντας τον «αυτός ο παράλογος γέρων»), ο Keynes ανέπτυξε τα απαραίτητα προσόντα του οικονομολόγου: Η σπουδή της οικονομικής επιστήμης δεν φαίνεται να απαιτεί κάποια εξειδικευμένα χαρίσματα ασυνήθιστης κλίμακας. Μήπως, άλλωστε, δεν είναι, από διανοητικής απόψεως, ένα πολύ εύκολο θέμα αν συγκριθεί με τους ανώτερους κλάδους της φιλοσοφίας ή των καθαρά θεωρητικών επιστημών; Ένα εύκολο θέμα, στο οποίο ελάχιστοι διαπρέπουν! Το παράδοξο ίσως βρίσκει την εξήγηση του στο ότι ο μεγάλος οικονομολόγος πρέπει να διαθέτει ένα σπάνιο συνδυασμό χαρισμάτων. Πρέπει να είναι μαθηματικός, ιστορικός, πολιτικός, φιλόσοφος – σε κάποιο βαθμό. Πρέπει να αντιλαμβάνεται τα σύμβολα και να εκφράζεται με λέξεις. Πρέπει να μελετά το ειδικό στο πλαίσιο του γενικού, και να θίγει το αφηρημένο και το συγκεκριμένο μαζί, στην ίδια σκέψη.
Πρέπει να μελετά το παρόν υπό το φως του παρελθόντος για τους σκοπούς του μέλλοντος. Κανένα κομμάτι από τη ανθρώπινη φύση ή τους ανθρώπινους θεσμούς δεν πρέπει να βρίσκεται μακριά από το βλέμμα του. Πρέπει να είναι ταυτόχρονα αποφασισμένος και αμερόληπτος, αποστασιοποιημένος και αδιάβλητος όπως ένας καλλιτέχνης, αλλά συχνά τόσο προσγειωμένος όσο κι ένας πολιτικός.
Ο Marshall, κατά την εκτίμηση του Keynes, προσέγγιζε, εν μέρει μόνο, αυτό το ιδεώδες επειδή, ως βικτοριανός που ήταν, δεν διέθετε τις απαραίτητες εικονοκλαστικές ιδιότητες για να προσδώσει στις οικονομικές του θεωρίες τη βαθιά κοινωνική διεισδυτικότητα. Ο Keynes το πλησίασε περισσότερο: η φιλοσοφία της ομάδας Μπλούμσμπερι ότι «τίποτα δεν είναι ιερό» διαπέρασε τους ιερούς χώρους της οικονομικής ορθοδοξίας.
Γι’ άλλη μια φορά, ο κόσμος βρέθηκε κάτω απ’ το μικροσκόπιο ενός άνδρα που δεν ήταν τόσο τυφλωμένος ώστε να μην μπορεί να δει από τι έπασχε, ούτε τόσο συναισθηματικά και διανοητικά στερημένος ώστε να μη θέλει να το θεραπεύσει. Παρά τις ικανότητές του στην οικονομική επιστήμη, ήταν οπαδός της πολιτικής και αυτόν ακριβώς το συνδυασμό ενός μυαλού πολυμήχανου και μιας καρδιάς γεμάτης ελπίδα αποκαλύπτει το όραμά του. Τι μπορούμε όμως να πούμε για την ανάλυσή του; Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται. Η κεϊνσιανή οικονομική θεωρία κυριάρχησε στο χώρο των οικονομικών στις ΗΠΑ από το 1940 έως τη δεκαετία του 1960. Μετά, άρχισε να χάνει έδαφος, ωσότου, το 1980, όπως λέει ένας φανατικός υποστηρικτής της, ο Άλαν Μπλάιντερ, «ήταν δύσκολο να βρεις Αμερικανό οικονομολόγο κάτω από την ηλικία των σαράντα που να θεωρεί τον εαυτό του οπαδό του Keynes».
Τι προξένησε αυτή τη δραματική αλλαγή πορείας; Εν μέρει φταίει που δεν βρέθηκε ένας ικανοποιητικός τρόπος να συνδυαστούν από τη μια η κεϊνσιανή «μακροοικονομική» θεώρηση της οικονομίας, όπου κυριαρχούν οι τεράστιες ροές δαπανών, που συχνά καθορίζονται από τις απρόβλεπτες διαθέσεις των επενδυτών, και από την άλλη η «μικροοικονομική» θεώρηση του Marshall, όπου η έμφαση δίνεται στον κεντρικό ρόλο μεμονωμένων αγορών οι οποίες διέπονται από τις ορθολογικές επιλογές αγοραστών και πωλητών. Από μια διαφορετική σκοπιά, ο κεϊνσιανισμός αποδυναμώθηκε από την αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη θεωρία του χρήματος και τη σχέση του με τον πληθωρισμό. Από άλλη πάλι πλευρά, προήλθε μια αυξανόμενη δυσανασχέτηση με τον παρεμβατικό ρόλο της κυβέρνησης που ρητά ζητούσαν οι θεωρίες του Keynes, καθώς και η επάνοδος στην πεποίθηση ότι η ατομική συμπεριφορά μπορεί να αποτελέσει κινητήρια αλλά και καθοδηγητική δύναμη που δεν μπορεί να υποκατασταθεί από πολιτικές κεϊνσιανού χαρακτήρα.
Έτσι, ο κεϊνσιανισμός έχασε τη ζωντάνια του αλλά δεν απεβίωσε. Στην αρχή της δεκαετίας του 1980 μπήκαμε σε μια νέα περίοδο οικονομικής σκέψης, όπου δεν υπήρχε απόλυτη συμφωνία για το πώς αντιλαμβανόμαστε την οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν ‐και, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, εξακολουθεί να επικρατεί‐ η ανυπαρξία οράματος, με αναπόφευκτο συνεπακόλουθο την απουσία ξεκάθαρων, αναλυτικών συνταγών. Περιέργως, ίσως όμως και ενδεικτικά, αυτή η έλλειψη επηρέασε τις Ηνωμένες Πολιτείες, και σε κάποιο βαθμό τη Βρετανία, περισσότερο από την ηπειρωτική Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι οικονομολόγοι δεν είχαν ποτέ υπάρξει θιασώτες του Marshall και κρατούσαν κάποιες αποστάσεις από τον Keynes.
Στις σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία, προτιμήθηκε ένα πραγματιστικό μίγμα του «μικροοικονομικού» με το «μακροοικονομικό». Το όραμα που αντιπροσώπευε θα μπορούσε ίσως να συνοψιστεί στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό διαθέσιμο σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά χωρίς μια ισχυρή παρουσία της κυβέρνησης, η οποία αντιλαμβάνεται αφενός ότι οφείλει να ανταγωνιστεί σ’ ένα όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και, αφετέρου, ότι επιβάλλεται να παρέχει γενναιόδωρα προγράμματα περίθαλψης και παιδείας για τα θύματα της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης. Από αυτή την αντίληψη προκύπτει μια πολύ πραγματιστική φιλοσοφία του οικονομικού κόσμου, που στη χώρα μας δεν έχει ακόμα βρει το εφαρμόσιμο αντίστοιχό της.