Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα ανέκαμψε σημαντικά, με το ρυθμό αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) να διαμορφώνεται σε 8,3%, σημειώνοντας μία από τις καλύτερες επιδόσεις στη ζώνη του ευρώ, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την απότομη μείωση του ΑΕΠ κατά 9% το 2020 και επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες για μια ανάκαμψη τύπου “V”. Η εξέλιξη αυτή, οι θετικές προσδοκίες τόσο για το 2022, αλλά και οι μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, συνέβαλαν στην πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης Standard and Poor’s (S&P) και DBRS Morningstar, με αποτέλεσμα να μειωθεί σε μία μόνο βαθμίδα η απόσταση των ελληνικών κρατικών ομολόγων από την επενδυτική βαθμίδα. Η επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας θα σηματοδοτήσει το τέλος ενός κύκλου που ξεκίνησε με τη δημοσιονομική κρίση χρέους της Ελλάδας και ταυτόχρονα θα αποτελέσει ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης και εφαλτήριο για την προσέλκυση ξένων επενδυτών.
Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Οι πληθωριστικές πιέσεις κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης αποτελούν τροχοπέδη, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και τις επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία λειτουργεί αποτρεπτικά για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά τη διάρκεια του 2021 παρουσίασε βελτίωση στους τομείς της ρευστότητας, της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού και της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Η συνέχιση της εφαρμογής διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διασφάλισε την απρόσκοπτη πρόσβαση του τραπεζικού τομέα σε χαμηλού κόστους ρευστότητα. Επιπρόσθετα, η πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για τη διατήρηση της αποδοχής των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής (σε συνδυασμό με την αποδοχή τους κατά τη διάρκεια των επανεπενδύσεων του προγράμματος Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) παρά την απόσυρση των μέτρων στήριξης για την πανδημία, διαμορφώνει μεσοπρόθεσμα ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης.
Oι τράπεζες, επιταχύνοντας τις προσπάθειες προς την κατεύθυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, πέτυχαν σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Εντούτοις, το υφιστάμενο – και ακόμα ιδιαίτερα υψηλό – απόθεμα ΜΕΔ, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη δημιουργία νέων ΜΕΔ ως αποτέλεσμα της απόσυρσης των μέτρων στήριξης για την πανδημία, αποτελεί σημαντική πρόκληση. Πρόσθετο παράγοντα αβεβαιότητας αποτελούν οι επιπτώσεις του πολέμου, μέσω των εντεινόμενων πληθωριστικών πιέσεων, στην ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της αύξησης του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, το επίπεδο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, το οποίο επηρεάζεται άμεσα από τις ενέργειες εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών και τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων λόγω του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit – DTC), καθώς και η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία, αποτελούν προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα. Ταυτόχρονα, πηγή προβληματισμού αποτελεί και o κίνδυνος εκ νέου αύξησης της διασύνδεσης του τραπεζικού τομέα με το κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, ενέργειες οι οποίες έχουν δρομολογηθεί από τις τράπεζες και στοχεύουν στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης αξιολογούνται θετικά στην προσπάθεια της άμβλυνσης των διαφαινόμενων πιέσεων.
Η ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανάκαμψης της οικονομίας και προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα. Συνεπώς, οι προσπάθειες αντιμετώπισης των παραπάνω προκλήσεων θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, ώστε να ενισχυθεί σημαντικά η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Στην κατεύθυνση αυτή, η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF) δημιουργεί θετικές προοπτικές και μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της χρηματοδότησης, ώστε να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και να καταστούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες περισσότερο βιώσιμες, ανθεκτικές και καλύτερα προετοιμασμένες για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.
Αναδεικνύεται σταδιακά η σημασία της εφαρμογής κατάλληλης μακροπροληπτικής πολιτικής για την αποφυγή συσσώρευσης συστημικών κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες στο μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Η εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής, κυρίως με τη μορφή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, θα συμβάλει στη δημιουργία επαρκούς μακροπροληπτικού χώρου που θα επιδράσει θετικά στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.