Η αποκάλυψη των νέων περιστατικών διατλαντικής κατασκοπείας δεν θέτει πλέον σε κίνδυνο μόνο τις γερμανοαμερικανικές σχέσεις.
Δημιουργεί σοβαρότατο εσωτερικό πρόβλημα στην Άγγελα Μέρκελ, η οποία, με τους χαμηλούς τόνους που επιλέγει, προκαλεί δυσμενή σχόλια από τον Τύπο και τα πολιτικά κόμματα. Τον ρόλο του «κακού» ανέλαβε μόλις σήμερα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάνοντας λόγο για «αξιοθρήνητη βλακεία» εκ μέρους των ΗΠΑ. Το Βερολίνο ωστόσο δεν φαίνεται ούτε αυτή τη φορά πρόθυμο να επιτρέψει στην συμπεριφορά των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών να διαταράξει την συμμαχική σχέση του με την Ουάσιγκτον.
«Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες αχαλίνωτες, ο γερμανός Πρόεδρος αποσβολωμένος, η Καγκελάριος άφωνη, ο αμερικανός Πρόεδρος αμέτοχος, ο γενικός εισαγγελέας ακίνητος, κάπως έτσι ήταν η κατάσταση όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο με την NSA. Έτσι είναι και σήμερα, στη γέννηση ενός νέου διατλαντικού σκανδάλου κατασκοπείας», έγραφε η εφημερίδα Muenchner Merkur όταν αποκαλύφθηκε ότι στέλεχος της Γερμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (BND) συνεργαζόταν και με τις αμερικανικές υπηρεσίες. Το δεύτερο κρούσμα, το οποίο ήρθε στο φως χθες, αφορά αξιωματικό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, ο οποίος υπηρετεί στο ομοσπονδιακό υπουργείο Άμυνας, στο Βερολίνο και φέρεται να έχει πωλήσει στην CIA 200 απόρρητα έγγραφα έναντι 25.000 ευρώ. Η υπόθεση αυτή θεωρείται δε σοβαρότερη από την πρώτη.
Η αρχή έγινε με τις αποκαλύψεις του πρώην στελέχους της NSA Έντουαρντ Σνόουντεν, περί παρακολουθήσεων των Αμερικανών σε όλη την Ευρώπη. Η γερμανική γνώμη φάνηκε να ταράζεται περισσότερο από την κυβέρνηση, ενώ η τότε αντιπολίτευση προσπάθησε να αξιοποιήσει το θέμα κομματικά, ενόψει των εκλογών. Η επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα στο Βερολίνο το περασμένο καλοκαίρι επισκιάστηκε τελικά μόνο λίγο, καθώς δεν είχε ακόμη αποκαλυφθεί ότι παρακολουθείτο ακόμη και το τηλέφωνο της κυρίας Μέρκελ, αλλά η διαχείριση – και οι τόνοι – παρέμειναν σε χαμηλό επίπεδο. «Κανείς δεν γνωρίζει τι πρέπει να συμβεί προκειμένου η Καγκελάριος να εγκαταλείψει την πίστη της στον υπερατλαντικό της εταίρο», γράφει η Sueddeutsche Zeitung για το θέμα και υποστηρίζει ότι η Άγγελα Μέρκελ προσπαθεί να κρατήσει την γερμανική εξωτερική πολιτική μακριά από την υπόθεση της NSA, ενώ διαμεσολαβεί μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για την κρίση στην Ουκρανία.
Η τακτική πάντως της κυβέρνησης για την ώρα φαίνεται να περιορίζεται στην διάγνωση της έκτασης του φαινομένου και στην εκκαθάριση των γερμανικών υπηρεσιών από τους «προδότες» αφήνοντας για αργότερα την πολιτική αντίδραση. Για την αντιπολίτευση ωστόσο αυτό δεν αρκεί. «Η κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει περισσότερο αποφασιστική στάση απέναντι στις ΗΠΑ», δήλωσε η επικεφαλής της Κ.Ο. των Πρασίνων Κάτριν Γκέρινγκ-Έκαρτ, αλλά ο υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ ανέφερε μόνο ότι «θα ήταν πολύ ενοχλητικό, εάν η κατασκοπεία συνεχιζόταν ενώ διερευνούμε την υπόθεση των παρακολουθήσεων της NSA και έχουμε για αυτόν τον σκοπό συστήσει και σχετική Επιτροπή στην Βουλή». Μέχρι τώρα, οι ενέργειες που έχουν γίνει γνωστές είναι η τηλεφωνική συνομιλία του επικεφαλής της CIA Τζον Μπρέναν με τον συντονιστή της Καγκελαρίας για θέματα μυστικών υπηρεσιών Κλάους-Ντίτερ Φρίτσε και οι δύο κλήσεις του πρέσβη των ΗΠΑ στο Βερολίνο Τζον Έμερσον στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών για εξηγήσεις.
Ακόμη όμως και οι ειρωνικοί τόνοι του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος δήλωσε ότι «το γεγονός ότι οι ΗΠΑ στρατολογούν σε μας ανθρώπους τρίτης κατηγορίας, είναι τόσο βλακώδες — απέναντι σε τόση βλακεία, δεν μπορεί παρά να βάλει κανείς τα κλάματα», μοιάζουν να απευθύνονται περισσότερο στο εσωτερικό της χώρας, παρά στην Ουάσιγκτον. Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών έχουν καταφέρει να περιορίσουν την παραδοσιακή δημοφιλία των ΗΠΑ μεταξύ των Γερμανών. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι θα προκαλέσουν την διεξαγωγή μιας διαφορετικής συζήτησης για τις σχέσεις ανάμεσα σε συμμαχικές και φίλες χώρες.
Η Frankfurter Allgemeine Ζeitung, αναφερόμενη στην υπόθεση του διπλού κατασκόπου, υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να πουν μια και μόνη λέξη απαντώντας στην προσφορά απόρρητων εγγράφων, ένα ψυχρό ‘όχι’ και να ενημερώσουν σχετικά την γερμανική BND. Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης Χανς-Γιούργκεν Πούλε θα προτιμούσε η γερμανική κυβέρνηση να θέσει σαφή όρια στις ΗΠΑ και να απελάσει όποιον αμερικανό διπλωμάτη συλληφθεί για κατασκοπεία. «Αυτό ακριβώς θα έκαναν οι Αμερικανοί!», επισήμανε, μιλώντας στην αγγλόφωνη υπηρεσία της Deutsche Welle και ζήτησε δράση τόσο από την Γερμανία όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διαπραγματεύεται αυτή την εποχή την συμφωνία ‘Safe Harbour’ για την ανταλλαγή δεδομένων με τις ΗΠΑ, αλλά και το Ελεύθερο Εμπόριο.
Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη, την οποία παρουσίασε, σχεδόν κυνικά, η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και ενδεχομένως υποψήφια για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, στο Βερολίνο. Χαρακτήρισε μεν «απαράδεκτη» την παρακολούθηση του τηλεφώνου της Καγκελαρίου, εμφανίστηκε όμως πολύ πιο ευέλικτη στο θέμα των ορίων μεταξύ φίλων και συμμάχων, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ δεν θα έπρεπε να υπογράψουν μια συμφωνία «μη-κατασκοπείας» με την Γερμανία, όπως και με καμία άλλη χώρα – ούτε καν με την Βρετανία και τον Καναδά.
Στο ίδιο πνεύμα τοποθετείται και ο γερμανός επικοινωνιολόγος Γιάκομπ Αουγκστάιν στην DW, ο οποίος παρομοιάζει την Γερμανία με «προδομένη σύζυγο» στην υπόθεση των παρακολουθήσεων και απορρίπτει την ιδέα να απειληθούν οι ΗΠΑ μα διακοπή των διαπραγματεύσεων της συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου με την ΕΕ. «Αν ένα κουνούπι τσιμπήσει έναν ελέφαντα, το κουνούπι θα πονέσει περισσότερο», λέει χαρακτηριστικά και υποστηρίζει ότι το Βερολίνο θα πρέπει επιτέλους να εγκαταλείψει τις όποιες ψευδαισθήσεις του έχουν απομείνει από την μεταπολεμική περίοδο. «Έχουμε μια μάλλον ρομαντική σχέση με τις ΗΠΑ. Χρησιμοποιούμε πάντα την λέξη ‘σχέση’, αλλά δεν είναι φίλοι μας, είναι σύμμαχοί μας, επειδή ακριβώς αυτό είναι το αμοιβαίο συμφέρον μας», αναφέρει και συμβουλεύει την γερμανική κυβέρνηση να απαλλαγεί από τους συναισθηματισμούς και να διδαχθεί από τους Αμερικανούς, οι οποίοι, όπως λέει, έχουν μια πιο πραγματιστική προσέγγιση και δεν καταλαβαίνουν γιατί οι Γερμανοί ενοχλούνται τόσο. «Οι Γερμανοί το παίρνουν προσωπικά. Συμπεριφέρονται σαν προδομένη σύζυγος και αυτό είναι απολύτως περιττό ως αντίδραση», προσθέτει.
Για την νεότερη Γερμανία όμως, η γερμανοαμερικανική φιλία θεωρείται δεδομένη και έχει πράγματι έντονη συναισθηματική διάσταση. Οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο τόσο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και στην προσπάθεια για την επανένωση της χώρας. Η σημερινή συνεργασία των δύο χωρών ωστόσο και κυρίως τα όριά της, παραμένουν ασαφή, αφήνοντας περιθώρια για παρεξηγήσεις, σε μια εποχή που η Γερμανία δοκιμάζει τα όρια της ηγετικής παρουσίας της στην Ευρώπη και ταυτόχρονα αναζητά νέο ρόλο στην διεθνή διπλωματία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι προϋπόθεση και για τα δύο είναι τουλάχιστον η ενηλικίωσή της.