Έναν χρόνο και τρία κύματα μετά την έναρξη της πανδημίας δεν έχουμε αποκτήσει συλλογική γνώση μόνο των βασικών χαρακτηριστικών της: η σοβαρότερη μετά την ισπανική γρίπη, ιός προερχόμενος από ζωική, που συμπεριλαμβάνει και τον άνθρωπο, και όχι εργαστηριακή δραστηριότητα, πολύ μεταδοτικός και μεταλλασσόμενος, προοριζόμενος να τεθεί υπό έλεγχο από το συνδυασμό εμβολίων που έχουν ήδη δημιουργηθεί και φαρμάκων που ετοιμάζονται. Έχουμε πια μπροστά μας και το νέο τοπίο στο χώρο εκείνο στον οποίο η πανδημία είχε τις σημαντικότερες, μετά την υγεία, συνέπειες: την οικονομία.
Οι εξελίξεις είναι τόσο πολλές και, κυρίως, τόσο βαθιές, που δεν θα ήταν υπερβολή να γίνει λόγος για μια «νέα οικονομία», την οικονομία που βγήκε μέσα από την πανδημία και θα μείνει μετά την πανδημία. Τα στοιχεία της προήλθαν συγχρόνως από επιτάχυνση τάσεων που ήδη είχαν εμφανιστεί και από ειδικές «απαντήσεις» στις νέες συνθήκες. Αγγίζουν τόσο τα δημόσια οικονομικά, όσο και την πραγματική οικονομία, τις λεγόμενες «αγορές» όσο και τη σχέση της δημόσιας εξουσίας με αυτές.
Πρώτο χαρακτηριστικό: η ενίσχυση της κρατικής ή δημόσιας παρέμβασης και ιδίως των κεντρικών τραπεζών. Η καταφυγή σε κρατικά (μέσω των προϋπολογισμών) ή ημι-κρατικά (μέσω συνδυασμού εργαλείων), εθνικά ή περιφερειακά (περίπτωση Ευρωπαϊκής Ένωσης) «πακέτα» βοήθειας για ενίσχυση της ρευστότητας και για διατήρηση εν ζωή επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων ήταν η απολύτως λογική, και η μόνη δυνατή, «λύση ανάγκης» απέναντι στο «κλείσιμο» της οικονομίας και στην παρατεταμένη συρρίκνωση της. Η τάση αυτή, όμως, αφήνει αποτύπωμα που θα διατηρηθεί και στη νέα φάση της οικονομίας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η αλλαγή «φιλοσοφίας» στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που, χωρίς αλλαγή των Συνθηκών, ετοιμάζεται να μειώσει τη σημασία του πληθωρισμού ως κριτηρίου λήψης αποφάσεων, να μονιμοποιήσει τα προγράμματα μαζικής αγοράς ομολόγων για στήριξη των τραπεζών αλλά και των μελών της Ευρωζώνης και να συμμετάσχει ενεργά στην χρηματοδότηση της «πράσινης οικονομίας». Βοηθούσης της πολιτικής αλλαγής, στην ίδια κατεύθυνση όλα δείχνουν ότι θα κινηθεί και η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, και η αμερικανική οικονομία γενικότερα, με ενεργό δημόσια στήριξη της ζήτησης, της ρευστότητας και της απασχόλησης, μεγάλα προγράμματα επενδύσεων και αξιοποίηση της «ποσοτικής χαλάρωσης» για αλλαγή δομών και προτεραιοτήτων.
Ο αγώνας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, που είχε ήδη αρχίσει, με πρωτοπόρο την Ευρωπαϊκή Ένωση (πρόγραμμα «20-20-20» από το 2010) και βασικό σταθμό την αμερικανικής (επί Ομπάμα) και κινεζικής επίνευσης Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα (2016), απέκτησε νέα, και πλέον ανεπίστρεπτη, δυναμική με την «ευκαιρία» που έδωσε η πανδημία: το (προσωρινό) σταμάτημα της «παλιάς οικονομίας» -ακόμα βασιζόμενης στο εμπόριο, τη «βρώμικη ενέργεια», τη διάκριση μεταξύ βιομηχανίας και υπηρεσιών, τα εθνικά/περιφερειακά συμφέροντα, τη χρήση της τεχνολογίας ως εργαλείου και όχι ως αυτοσκοπού- κατέστησε δυνατή την πιο απότομη μετάβαση σε μια «νέα» οικονομία, που εδώ και μια δεκαετία είχε εμφανιστεί ως αναγκαία. Με επίκεντρο νέες πηγές ενέργειας, νέες δραστηριότητες για την εξυπηρέτηση των νέων πηγών, νέους τύπους γεωστρατηγικών προκλήσεων και αυξημένη επιρροή των τεχνολογικών εξελίξεων. Και με αιχμή τη ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη, στην εποχή των οποίων εισέρχεται η ανθρωπότητα, παράλληλα αλλά και εντελώς σχετικά με την «πράσινη οικονομία». Το ειρωνικό είναι ότι, από ένα σημείο και πέρα -το οποίο, λόγω της ταχύτητας των εξελίξεων και της αυτονόμησης της τεχνολογίας, δεν θα αργήσει-, η «πράσινη ανάπτυξη», δηλαδή η στραμμένη στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής οικονομική δραστηριότητα, θα πάρει το δικό της δρόμο, θα γίνει «κυρίαρχο μοντέλο» και θα δημιουργήσει έτσι νέες παγκόσμιες απειλές, που δεν θα αφήσουν αλώβητο και το ίδιο το κλίμα: μάχη για το νερό, νέες ανισότητες, διαφοροποιήσεις οικονομικής ανάπτυξης ανάλογα με τη γεωγραφική θέση, «αποξένωση» συνθηκών εργασίας, νέες και από αλλού προερχόμενες μεταναστευτικές ροές. Το βέβαιο είναι ότι ήδη οι μεγάλες οικονομίες, τώρα που στο χορό της «πράσινης ανάπτυξης» (ξανα)μπήκαν και οι ΗΠΑ μετά την απομάκρυνση του Τραμπ, καθώς και οι μεγάλοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί (κεντρικές τράπεζες και τράπεζες επενδύσεων) και μηχανισμοί (αγορές κεφαλαίων), όχι απλώς ποντάρουν στις νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας αλλά και αναπροσαρμόζονται για να τις υποδεχθούν: μαζικοποίηση των ανανεούμενων πηγών ενέργειας, της ηλεκτροκίνησης, διαφοροποίηση γεωργικής εκμετάλλευσης, «βιομηχανοποίηση» του τομέα των υπηρεσιών, ένταση του ανταγωνισμού για τα δίκτυα, και το Διαδίκτυο, «νέας γενιάς».
Το τρίτο μεγάλο χαρακτηριστικό είναι η ένταση -υπό διπλή έννοια: αύξηση της πυκνότητας αλλά και του τόνου- της διεθνούς συνεργασίας, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «παγκοσμιοποίηση της πολιτικής διάστασης της οικονομίας». Το -άτυπο και άδηλο- φεντεραλιστικό βήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη δημιουργία του μεγάλου «Ταμείου Ανάκαμψης» και την ένταξη των εθνικών πόρων σε κοινές προτεραιότητες («πράσινη ανάπτυξη», ψηφιοποίηση, στήριξη της κοινωνικής συνοχής), η νέα, και συνειδητά κεϋνσιανή, σελίδα της αμερικανικής οικονομίας, οι διεθνείς πρωτοβουλίες («Δρόμος Μεταξιού», στρατιωτικοποίηση) αλλά και απειλές εκ της Κίνας, η πολυδιάσπαση αλλά και αλληλοεξουδετέρωση πρώην «μεγάλων» και «μεσαίων» δυνάμεων (εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο περίφημος «γαλλο-γερμανικός άξονας» είναι μοιραίο να περάσει σε νέα φάση) -όλες αυτές τις εξελίξεις θα θέσουν -θέτουν ήδη- τις πολιτικές ηγεσίες μπροστά σε ένα καθαρό αλλά όχι εύκολο δίλημμα: περισσότερη και υπό νέες μορφές συνεργασία σε διεθνές επίπεδο, όχι αναγκαστικά για συμπόρευση αλλά για λύση των διαφορών, ή ένας νέου τύπου «Ψυχρός Πόλεμος», με αιχμή την τεχνολογία, την ενδυνάμωση του πρώην «Τρίτου Κόσμου», τα εξ αποστάσεως χτυπήματα και τη συρρίκνωση της δημοκρατίας.
Ως τέταρτο δομικό στοιχείο, συντιθέμενο από πολλές, όχι πάντα συνδεόμενες αλλά τελικά αλληλοσυμπληρούμενες ψηφίδες, θα αναδείκνυα την αποκοπή της οικονομίας από αυτό που ως τώρα αποκαλούσαμε «πραγματική οικονομία». Δείγματα του φαινομένου έχουμε ήδη μπροστά στα μάτια μας: αντικατάσταση της χρηματοπιστωτικής από μια τεχνολογικο-εικονική οικονομία, υποχώρηση των τραπεζών και ανάδειξη νέων μορφών οικονομικής διαμεσολάβησης, ενίσχυση της «οικονομίας του σκοταδιού» (ανέλεγκτες δραστηριότητες, ξέπλυμα χρήματος, πλατφόρμες κάθε είδους και προέλευσης, «αλγοριθμοποίηση» των συναλλαγών), προέλαση ψηφιακών νομισμάτων, αλλαγή των κανόνων του ανταγωνισμού, εξαφάνιση ολόκληρων κατηγοριών εταιριών και επιχειρήσεων, νέες μορφές κερδοσκοπίας, ανεπάρκεια ρυθμιστικών και ελεγκτικών μηχανισμών. Οι κίνδυνοι για νέες «φούσκες» και για «σκάσιμο» τους είναι μεγάλοι. Η οικονομία της μετά την πανδημία εποχής θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από τον τρόπο συμπόρευσης όλων αυτών των δομικών αλλαγών με πολιτικές παρεμβάσεις μεγάλης εμβέλειας αλλά και μεγάλης φαντασίας: το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, αλλά το ποτάμι δεν είναι αναγκαστικό να οδηγήσει στους καταρράκτες και στο γκρεμό. Ο πλοηγός λέγεται διεθνής ηγεσία της νέας οικονομίας -και αναζητείται επειγόντως.