Mια συνολική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας είναι σύνθετη και δύσκολη και, αν την επιχειρούσα, σίγουρα δεν θα χωρούσε σε ένα άρθρο. Ακόμη, μια τέτοια ανάλυση είναι πάντα φορτισμένη με τα χρέη της υποκειμενικότητας του κάθε οικονομολόγου (και του κάθε αναγνώστη).
Ωστόσο, η ευθύνη του πολίτη για την αξιολόγηση της δυναμικής της οικονομίας είναι αναπόφευκτη και συνεχής. Η αξιολόγηση μπορεί να έχει ωφέλιμη κατάληξη, μόνο αν τροφοδοτηθεί με μια τεκμηριωμένη ανάλυση της μέχρι τώρα ιστορικής μας διαδρομής.
Σύμφωνα με την αναθεώρηση των δημοσιονομικών μας στοιχείων που έγινε 2010, η ύφεση στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2008, ένα χρόνο πριν μετατραπεί σε συστημική κρίση μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009. Το ερώτημα που με απασχολεί είναι απλό: Πόση διαδρομή έχουμε διανύσει από τότε μέχρι σήμερα;
Συνοπτικά, ένα γρήγορο σχόλιο για τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ξεκινήσει από τα στοιχεία που εξοπλίζουν την ανάλυση για την επένδυση σε κρατικά ομόλογα (και αναγνωρίζω πως υπάρχουν πολλά ουσιώδη χαρακτηριστικά της οικονομίας δεν συμπεριλαμβάνονται στις συνήθεις συζητήσεις για αγορά ομολόγων). Σε αυτό το πλαίσιο, εγώ συνήθως συνεκτιμώ τέσσερα κριτήρια: α) τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, β) τη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, γ) την ανταγωνιστικότητα και δ) την ποιότητα των θεσμών και το επίπεδο της ευημερίας. Για τα κριτήρια αυτά, οι διαθέσιμες μετρήσεις είναι πολλές και πολύσημες. Αυτές που διάλεξα είναι μόνο μερικές από τις εύλογες και εύκολες (να βρεθούν και να χρησιμοποιηθούν).
Α) Το δημόσιο έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2021 έκλεισε στο 7,5% και το δημόσιο χρέος στο 194%, με τον πληθωρισμό του 2022 να συντείνει σε μεγαλύτερη μείωση του δείκτη για το 2023 (178%, σύμφωνα με το statista.com). Τα αντίστοιχα στοιχεία του 2007 να είναι 6,7% και 103% για το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, αντίστοιχα. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής κυβέρνησης από την S&P ήταν Α το 2007 και σήμερα ΒΒ+.
Β) Ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα ήταν 84% του ΑΕΠ και η κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων εταιρειών ήταν 83% του ΑΕΠ το 2007, με τα αντίστοιχα μεγέθη του 2020 να είναι 82% και 27%, αντίστοιχα. Η χρηματιστικοποίηση ενός οικονομικού συστήματος έχει σημασία γιατί η υπερβολική διόγκωση των πιστώσεων είναι συνήθως προπομπός κρίσης. Ποτέ δεν είχαμε τέτοιες ενδείξεις για την Ελλάδα (τα αντίστοιχα μεγέθη είναι πολύ υψηλότερα στην Ευρωζώνη).
Γ) H ανταγωνιστικότητα είναι μια έννοια πολύσημη και είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με αυστηρό τρόπο. Ενδεικτικά, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία (real effective exchange rate, με σημείο αναφοράς το 2010) ήταν 97,9 το 2007 και 86 το 2021 υπονοώντας κάποια βελτίωση, η οποία φαίνεται και στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από το 14% στο 6,5%. Αυτές οι διαπιστώσεις συμβαδίζουν και με τη βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στο δείκτη Ease of Doing Business από την 100η θέση το 2007 στην 79η θέση το 2019. Στην ίδια κατεύθυνση, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα το 2021 έφτασαν στο 2,8% του ΑΕΠ (πρόκειται για την καλύτερη επίδοση από το 1970 μέχρι σήμερα).
Δ) Η ποιότητα των θεσμών και η ευημερία αποτελούν τόσο προϋπόθεση, όσο και στόχο της οικονομικής πολιτικής. Είναι το γονιδίωμα της οικονομίας. Φυσικά, αυτά τα πράγματα αξιολογούνται μόνο με τρόπους φανερά ιδεολογικούς και εύθραυστους, μακριά από κάθε σφραγίδα αντικειμενικότητας. Η ανισότητα των εισοδημάτων δεν άλλαξε, με το φτωχότερο 20% του πληθυσμού να έχει 7% του εισοδήματος το 2020, όσο ήταν και το 2007, ενώ το πλουσιότερο 20% συγκεντρώνει σταθερά περίπου 40% του εισοδήματος. Σύμφωνα με το δείκτη Human Development Index του ΟΗΕ, ο οποίος συνεκτιμά μορφωτικό επίπεδο, εισόδημα και προσδόκιμο ζωής, η Ελλάδα έπεσε από την 33η θέση το 2007 στην 28η το 2021, όπως αναμενόταν μετά από μια δεκαετία δημοσιονομικής λιτότητας και συστημικής κρίσης. Ενδιαφέρουσα -με δεδομένη τη μεταρρυθμιστική σοδειά της περασμένης δεκαετίας- είναι η επιδείνωση της ποιότητας των θεσμών, η οποία φαίνεται στον επόμενο πίνακα, με τους αριθμούς να δείχνουν το ποσοστό των χωρών από τις οποίες θεωρούμαστε καλύτεροι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας. Για να είμαστε δίκαιοι, η επιδείνωση αυτή αποτελείται από μια μεγάλη πτώση στο ξεκίνημα της κρίσης και διαδοχικές βελτιώσεις στη συνέχεια.
Ποιότητα θεσμών | ||
2007 | 2021 | |
Λογοδοσία | 76,74 | 78,74 |
Πολιτική σταθερότητα | 63,29 | 51,42 |
Αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης | 71,84 | 67,79 |
Ποιότητα ρυθμιστικού πλαισίου | 77,67 | 67,31 |
Κράτος δικαίου | 75,12 | 62,5 |
Έλεγχος διαφθοράς | 65,53 | 61,54 |
- Παγκόσμια Τράπεζα, η ελάχιστη τιμή των δεικτών είναι το 0 και η μέγιστη το 100.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία έχει σταθερά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, τα οποία προσφέρουν περιορισμένες δυνατότητες για μεγάλες μετατοπίσεις, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο. Σε σχέση με την περίοδο πριν από τη μεγάλη κρίση, τα δημόσια οικονομικά μας (έλλειμμα και χρέος) είναι σε χειρότερη κατάσταση, αλλά είναι βιώσιμα καθώς τροφοδοτούν και στηρίζονται βάσιμα (περισσότερο από το 2007) σε ένα προφίλ εξωστρέφειας και βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας. Πρόκειται για μια ευάλωτα καλή πραγματικότητα, η οποία πρέπει να θωρακιστεί απέναντι στην κυριότερη απειλή: το ενδεχόμενο ενός παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού σοκ που θα οδηγήσει ξανά τους πανικόβλητους επενδυτές στο ξεπούλημα ελληνικών αξιογράφων και την αγορά ασφαλών χαρτιών στις διεθνείς αγορές. Στην παγκόσμια ύφεση του 2020 αντέξαμε γιατί οι επενδυτές δεν μπορούσαν να ξεδιαλέξουν τα αξιόγραφα οικονομιών αξιέπαινων για την ανθεκτικότητα και την καλή τους φρόνηση και να πουλήσουν τα υπόλοιπα, καθώς το 2020 βούλιαξαν όλοι. Θα είναι διαφορετική η επόμενη φορά; Αυτό εξαρτάται από εμάς, από τη δουλειά που πρέπει να κάνουμε στους θεσμούς και σε κάθε πεδίο που προδιαγράφει τις προοπτικές μας.
Ο Ανδρέας Ανδρικόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα βιβλία του Κρίση και Ρεαλισμός (2015), Κοινωνική Χρηματοοικονομική (2019) και Χρηματοοικονομική (2022) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Προπομπός.