Παρότι οι τράπεζες ελάχιστα έχουν επιταχύνει τους ρυθμούς εκκαθάρισης των προβληματικών δανείων, η πίεση για ουσιαστική πρόοδο από τους διεθνείς θεσμούς είναι πολύ ισχυρή και αποτυπώνεται στο σκέλος της χθεσινής δήλωσης του Ταμείου για την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων του άρθρου IV, το οποίο αναφέρεται στις τράπεζες.
Μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο, το Ταμείο υποστήριζε σθεναρά ότι είναι ανάγκη να κρατηθούν τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ από το δάνειο του τρίτου μνημονίου για να είναι διαθέσιμα για πιθανή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Επίσης, επέμενε στην ανάγκη πλήρους διαγνωστικού ελέγχου στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Σε μια προσπάθεια άμβλυνσης των διαφορών με την ΕΚΤ, το Ταμείο έκανε ένα βήμα πίσω, δηλώνοντας ότι είναι επαρκή τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ, χωρίς να περιλαμβάνουν πλήρη διαγνωστικό έλεγχο, ενώ πλέον δεν μπορεί να θέσει αίτημα να κρατηθούν 10 δισ. ευρώ για τις τράπεζες, αφού στις 21 Ιουνίου το Eurogroup συμφώνησε ότι θα δοθεί στην Ελλάδα μόνο ένα «μαξιλάρι» για τις ανάγκες του Δημοσίου και τα υπόλοιπα κεφάλαια που είχαν μείνει διαθέσιμα από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ έπαψαν να είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα.
Παρά ταύτα, το Ταμείο επιμένει ότι πρέπει να μειωθούν με ταχύτερους ρυθμούς τα «κόκκινα» δάνεια και να δημιουργήσουν οι τράπεζες προληπτικά μαξιλάρια κεφαλαίων. Όπως αναφέρει το ΔΝΤ στη δήλωσή του:
«Η αποκατάσταση της δυνατότητας των τραπεζών να χορηγούν δάνεια, που περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των πολύ υψηλών μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων (NPE’s), είναι κρίσιμης σημασίας για την υποστήριξη της οικονομίας.
Σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που στοχεύουν στη μείωση των NPE’s έχουν υιοθετηθεί και έχουν γίνει βήματα για την ανάπτυξη μιας δευτερογενούς αγοράς NPE’s, αλλά χρειάζονται πρόσθετες προσπάθειες εφαρμογής μέτρων, ώστε οι μεταρρυθμίσεις να φέρουν αποτέλεσμα.
Για την επιτάχυνση της εκκαθάρισης των τραπεζικών ισολογισμών, χρειάζονται πιο φιλόδοξοι στόχοι μείωσης των NPE’s, προληπτικό χτίσιμο μαξιλαριών κεφαλαίων, περαιτέρω βήματα για να μετριασθούν οι κίνδυνοι ρευστότητας και χρηματοδότησης, καθώς και ισχυρότερη εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η σύσταση του ΔΝΤ για περισσότερο φιλόδοξους στόχους στη μείωση των NPE’s αποτελεί ήδη απόφαση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ (SSM), ο οποίος έχει ενημερώσει τις τράπεζες ότι μέσα στο 2019 θα έχουν την ευκαιρία να ενισχύσουν προληπτικά την κεφαλαιακή τους επάρκεια (με εκδόσεις υβριδικών τίτλων, αλλά και με νέες αυξήσεις κεφαλαίου με μετρητά), ώστε στην επόμενη περίοδο εφαρμογής προγράμματος εξυγίανσης χαρτοφυλακίων να είναι σε θέση να απορροφήσουν όποιες πρόσθετες ζημιές θα εμφανισθούν, κυρίως από την πώληση δανείων σε funds, αλλά και από ρυθμίσεις.
Ως το τέλος του 2019, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να μειώσουν τα προβληματικά δάνεια στο 35% των χαρτοφυλακίων, ενώ η θεραπεία – σοκ αρχίζει αμέσως μετά, στο επόμενο τριετές σχέδιο, καθώς οι τράπεζες θα κληθούν να μειώσουν τα «κόκκινα» ανοίγματα στο 5%!
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, χρειάζονται δραστικά μέτρα: μαζικές πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, ακόμη και αν αυτές προκαλούν πρόσθετες ζημιές στις τράπεζες, αλλά και μαζικές ρυθμίσεις δανείων με απώλειες για τις τράπεζες (παραδείγματος χάριν, με την εφαρμογή του ιρλανδικού μοντέλου ρύθμισης στεγαστικών, όπου ένα κομμάτι του αρχικού δανείου «κουρεύεται», αν εξυπηρετηθεί κανονικά ένα μέρος του δανείου).
Η ανάγκη γρήγορης μείωσης των προβληματικών ανοιγμάτων δεν προκύπτει μόνο επειδή πρέπει να αποκατασταθεί η δυνατότητα των τραπεζών να δανείζουν, αλλά και επειδή η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης στην ευρωζώνη, με την παροχή εγγύησης καταθέσεων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, προϋποθέτει τη μείωση των προβληματικών δανείων, καθώς οι πλεονασματικές χώρες του γερμανικού μπλοκ αρνούνται να εγγυηθούν καταθέσεις τραπεζικών συστημάτων με υψηλά ποσοστά προβληματικών ανοιγμάτων.
Το θέμα συζητήθηκε στη χθεσινή Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., αλλά οι αποφάσεις μετατέθηκαν τον Δεκέμβριο, καθώς οι πλεονασματικές χώρες δεν θεωρούν ότι έχει γίνει επαρκής πρόοδος στην Ιταλία και σε άλλες χώρες με υψηλά ποσοστά «κόκκινων» δανείων, ώστε να γίνει σοβαρά η συζήτηση για την ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων.
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει και τον οποίο έχει αντιληφθεί η κυβέρνηση είναι να «σφίξει» απότομα το εποπτικό καθεστώς για τα «κόκκινα» δάνεια, ώστε να προχωρήσει η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, και να βρεθεί η χώρα αντιμέτωπη με πολύ ισχυρές πιέσεις για γρήγορη προσαρμογή.
Αναφερόμενος στο θέμα των «κόκκινων» δανείων, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, έκρουσε καμπανάκι κινδύνου, τονίζοντας: «Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και πρέπει να δούμε τι κάναμε και τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ και εμπρός. Πρέπει να μειώσουμε δραστικά τα κόκκινα δάνεια, αν θέλουμε να έχουμε βιώσιμο τραπεζικό σύστημα. Και πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας, διαφορετικά υπάρχει το ενδεχόμενο να υποχρεωθούμε να υλοποιούμε εντολές, γιατί η Ε.Ε. προχωρά στην τραπεζική ένωση. Αυτό σημαίνει ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πρέπει να είναι λίγο πολύ στα ίδια επίπεδα σε όλες τις χώρες».